-Νιώθω πως μπαίνει η άνοιξη, είπε σιγά και διστακτικά.

Ευχάριστη αίσθηση και χαρμόσυνη προσμονή, αν εξαιρέσεις πως είναι τυφλή και δεν μπορεί να τη δει.

-Και τι μ’αυτό; Κάποτε ήμουν στην παραλία. ‘Ετριβα στα χέρια μου ένα βότσαλο. Έβαζα το χέρι μου στα βαθουλώματά του, το έφερα κοντά στη μύτη μου, το μύρισα, το έτριψα στην πλάτη μου, χάιδεψα τις σχισμές του και μετά ήταν σαν να το ήξερα. Δεν κατάφερα ποτέ να το ξανασυναντήσω. Πήγα ξανά πολλές φορές στην παραλία αυτή, έψαξα, κάθισα κάτω από την ομπρέλα και περίμενα, πέρασαν από πάνω μου κύματα, βροχές και δεν το ξανάδα. Ίσως και να μού πέρασε από το μυαλό ότι είναι άδικο. Ίσως και ότι θα ήθελα μια τέτοια ιστορία.

Αν χτυπήσω το δάχτυλό μου τρεις φορές ρυθμικά πάνω στο τραπέζι, τι έχεις να θυμηθείς;

Σαν σε όνειρο το θυμάμαι. Ή και σαν να μην ήταν όνειρο. Θυμάμαι είχε πολλά φώτα. Μιλούσαμε και προσπαθούσα να μη με ξεχάσει. Τον κοίταζα και ένιωθα σαν να γλυκαίνω μέσα μου και σαν να είμαι ήρεμη. Έσκυψα το λαιμό μου προς τα κάτω και προσπαθούσα να απομονώσω τον ήχο του από τον ήχο του κόσμου και έμεινα να τον ακούω. Για μια στιγμή χάθηκα. Δεν έκανε κρύο. Μετά ήξερα από πού ερχόταν ο ήχος του και καταλάβαινα. Ήταν σαν να μου είχε φανερωθεί ο χώρος, πού οι πόρτες, πού τα παράθυρα, πού τα φώτα, όλα περιστρέφονταν γύρω από το δικό του ήχο. Όταν ήμουν μικρή μού άρεσε να ξέρω πού είναι οι πόρτες και να περνάω βιαστικά από την κάσα τους. Μικρή μού άρεσε να στήνω τα παιχνίδια μου. Τά έβλεπα ολοκληρωμένα και αισθανόμουν πλήρης. Τα πλεϊμομπίλ στην αγροικία με της σοφίτας το ξύλινο παράθυρο και το κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι και στο ισόγειο η κουνιστή καρέκλα. Μετά τα έβαζα πίσω στο κουτί και έχαναν σιγά σιγά την αξία τους. Γι’ αυτό ήθελα τη φωνή του μέσα στ’ αυτιά μου, γιατί αισθανόμουν πως όσο μακραίνει τόσο μού χάνεται η αξία της. Όταν δεν τόν άκουγα πια δεν ήξερα για ποιον έπρεπε να κλάψω.

Δεν ξέρω πώς να την αντιμετωπίσω. Ίδρωσα να βρω δυο λέξεις την πρώτη φορά που την είδα. Ήμουν χαρούμενος που μπόρεσε να βρω δυο αποσπάσματα πού της άρεσαν. Και ήταν σαν με ξεκλείδωσαν που τής τα είπα. Σαν να καταφέραμε να πούμε πολύ περισσότερα από αυτά που θα είχα το θάρρος να της πω. »Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» . Μη μου ζητήσεις άλλο φως στη ζωή μου, σού έχω πια αρκετό, μού απάντησε. Έκοψα τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια . Από τότε το νιώθω πως είμαι στα σκοτεινά. Το έβλεπα. Δεν το έβλεπα. Κι από ό,τι μπόρεσα να ζήσω μες στο σκοτάδι ήταν μέχρι εκεί που δεν χτύπαγα στους τοίχους. Δεν βλέπω το γιατί. Ο αγαπημένος της στίχος » οι ευαίσθητοι αμύνονται στη ζωή κι αργούν…» , ήξερα πως θα τον πω όταν θα χρειαστεί να σταματήσει η συζήτηση και να στρέψει το βλέμμα στο φως που έρχεται από το παράθυρο. -Πού τη βρήκες τόση δύναμη; , σκέφτηκα. – Από τότε που κατάλαβα πως είμαι γυναίκα, σταμάτησα να είμαι τυφλή, την άκουσα να μου απαντάει ήσυχη η φωνή της είτε από την άκρη του κρεβατιού είτε από βαθιά μέσα μου.