Είπε : » οριοθετώ μαζί σου τη γραμμή του ορίζοντα. και ξέρω πως πίσω από το τέρμα υπάρχει ένας κόσμος άλλος ».
Είπε : » τοποθετώ τα γράμματα σε αλφαβητική σειρά. πρώτα το Α μετά το Β. ή μήπως το Β πριν το Α ;ή μήπως δεν έχει σημασία; μπερδεύομαι και σταματώ ».
Είπε : » στη σκιά μιας ροδιάς κοιμόταν ένα παιδί. τα μάγουλα του κατακόκκινα. κάθε πρωί ξυπνούσε και έπαιρνε το δρόμο για το δάσος για να μαζέψει χαλίκια χρωματιστά. γέμιζε το καλαθάκι του και γύριζε από τον ίδιο δρόμο πίσω για να κοιμηθεί κάτω απ’τη ροδιά. ένα πρωινό ξύπνησε και είδε μπροστά του δρόμους πολλούς και μονοπάτια με διακλαδώσεις. δεν ήξερε πού να πάει. στάθηκε και έβαλε τα κλάμματα. αισθάνθηκε χαμένος. η ροδιά του είπε : – μείνε εδώ στην αγκαλιά μου και μη φύγεις ποτέ. έχεις μαζέψει ήδη αρκετά χαλίκια. το παιδί έμεινε ακίνητο για μέρες και κοιτούσε το δρόμο » .
Είπε : »το σπίτι μου έχει έναν κήπο. και του έβαλε μουσική ».
Είπε : » έχω υψοφοβία . φοβάμαι να κοιτω κάτω, ζαλίζομαι. και μια αίσθηση κενού. έχω ακροφοβία. δε θα ακούμπαγα ποτέ το χέρι μου στο κάγκελο ενός ψηλού μπαλκονιού. μια έλξη μαγνητική. φοβάμαι ότι δεν αξίζω την ευθύνη. εφιάλτης ».
Είπε : » έχω στο δωμάτιο ένα κρεβάτι. οι τοίχοι άδειοι. και πολλές πολλές σακούλες γεμάτες πολύτιμα πράγματα. κάποιο βράδυ θέλω να ξαπλώσω στο πάτωμα και να τα πάρω αγκαλιά ».
Είπε : » ο δρόμος είναι βρεμμένος και κάνει αντανακλάσεις στο νερό το φως. και χύνεται δίπλα στις λάσπες και στα παλιά μου παπούτσια. και φαίνεται ένα ξερό κλαδί και ένα στενό πεζοδρόμιο. και νιώθω ευτυχία ».
Είπε : » ένα πρωινό το παιδί ξύπνησε και αποφάσισε να ακολουθήσει έναν δρόμο. πέταξε τα παπούτσια του και το καλαθάκι του για να μην τα χαλάσει ή τα χάσει και προχώρησε. ο δρόμος φαινόταν ατελείωτος και πουθενά δε φαινόταν το δάσος. τα πόδια του άρχισαν να ματώνουν και άρχισε να διψάει. στα μισά του δρόμου ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. έπεσε στο χώμα και εξαντλημένο αποκοιμήθηκε. όταν ξύπνησε, ένιωσε μόνος, βρήκε όμως στην τσέπη του ένα κόκκινο κοχύλι και ένα σημείωμα : – δεν υπάρχει πια δρόμος για το δάσος, αλλά για τη θάλασσα που κάποια στιγμή στη ζωή σου πρέπει να δεις και να φτάσεις ».
Είπε : σου χρωστάω μια ζωή ».
Τα χαλίκια πάντα θα υπάρχουν, πολλά, πολύχρωμα και προκλητικά. Θυμάσαι ότι τα μάζευες. Αν έχεις φτάσει όμως στην παραλία και έχεις αρχίσει να κολυμπάς, η αγκαλιά της θάλασσας, πότε ήρεμη, πότε άγρια, σε κρατάει μέσα της ζωντανό.