Ορκίζομαι να πω την αλήθεια. Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Ξεκίνησες από το σπίτι σου, ξεκίνησα από το δικό μου. Συναντηθήκαμε. Μου είπες : »έχεις κάτι μέσα σου που είναι δικό μου». Το αισθανόμουν από καιρό ότι είχα αυτή την έλλειψη. Όταν κρατάς κάτι που δε σου ανήκει, έχεις μια αίσθηση κενού. Ίσως γιατί ποτέ δεν είναι δικό σου, αυτό που δεν έχεις κερδίσει. Ο χρόνος δεν ήταν υπέρ μου. Ήξερα ότι ο χρόνος μου είχε μεγαλώσει το κενό.

Τριγύρω στο βυθό ανεβαίνουν φυσαλίδες και το τοπίο είναι ήρεμο. Κάπου χάσκει ένα ψάρι και ο βράχος σαν ανοιχτό χωνί καταπίνει το νερό. Είναι ήσυχα εδώ κάτω, σαν να περνάς το δρόμο μεσημέρι Κυριακής και να μην ακούγεται τίποτα. Ξύπνησα ιδρωμένος. Γύρισα να σ’ αγκαλιάσω. Το σώμα σου ήταν ακέφαλο.

Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Μιλάμε στο τηλέφωνο. – Το διάβασες το χαρτάκι που σου έγραψα; – Όχι, πού το είχες βάλει; – Μες στη σακούλα με τα ρούχα. Τρέχω να μαζέψω ό,τι απόμεινε από τα σκουπίδια. Ένα χαρτάκι κίτρινο. »Μακάρι το ποτήρι να είναι πάντα κόκκινο. Ήτανε σαν να ήρθες και …». Πού είναι το άλλο κομμάτι;

Στο τηλέφωνο σε ρωτάω : – »Ήτανε σαν να ήρθες και …. ; » – Δεν το διάβασες; – Δεν βρήκα το υπόλοιπο κομμάτι. – Μα ήταν ό,τι πιο βαθιά ερωτικό θα μπορούσα να σου είχα γράψει. – Ναί, αλλά τι; – Δεν πειράζει, θα στο πω κάποια άλλη στιγμή.

Κλείνω το τηλέφωνο. Ήτανε σαν να ήρθες και …..  Μα γιατί; Δεν έχω έρθει; Αυτή η παρομοίωση με δυσκολεύει. Σε ποιο χρόνο περπατάμε πάνω; Με το παρελθόν και με το μέλλον τα πήγαινα καλά, με το παρόν δυσκολευόμουν. Κι όμως τώρα υπάρχει παρόν. Σαν να ήρθες …….  Μου καταστρατηγεί το παρόν μου. Σαν να ήρθες ……

Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Ακούμε την Τραβιάτα. Είναι άνοιξη. Η ηρωίδα πεθαίνει. Δεν έχω το νου μου ν’ ακούσω, άλλα ώρες ώρες νιώθω ένα σκίρτημα. Είναι άνοιξη και αυτή πεθαίνει. Υπάρχει ένα ρολόι στο κέντρο της σκηνής και κινείται γύρω απ’αυτό. »Πότε θα συμβαδίσουν μέσα μας οι χρόνοι; » , σκέφτομαι. Και ξαναγυρίζω στο παρόν της. Είναι άνοιξη και εκείνη πεθαίνει. »Δεν υπάρχει ποτέ ένας χρόνος ευθύγραμμος», σκέφτηκα.

Στον καναπέ είμαστε αγκαλιασμένοι. – Πήγαινε στο άλλο δωμάτιο και μην ακούς. Έλα, έλα τώρα. Ποιον έχουμε βάλει; Κάνε ερωτήσεις καλές. – Αν ήταν χρώμα, τι θα ήταν; – Mπλέ. – Αν ήταν πόλη, ποια θα ήταν; – Το Παρίσι. – Αν ήταν επάγγελμα, τι θα ήταν; – Εργοδηγός. Αν. Σαν να μην υπάρχει χρόνος. Σαν;

H αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

– Μ’ αρέσει το ρήμα »επιθυμώ ». Δείχνει πιο ουσιαστικά την ανάγκη. Το έψαχνα τις προάλλες στο λεξικό. – Εμένα μου αρέσει το ρήμα »θέλω», απάντησες. Μ’ αρέσουν οι λέξεις που δίνουν την αίσθηση του οριστικού και όχι της αβεβαιότητας. Το επιθυμώ έχει ημερομηνία λήξεως. – Γιατί; Το θέλω δεν έχει ημερομηνία λήξεως;  – Κι όμως, με το θέλω είναι σαν να ξέρεις ήδη. Σαν να ξέρεις;

– Θα δω την ανατολή ανάποδα.

– Δε γίνεται αυτό που λές.

Κι όμως, άμα έχει σύννεφα ο ουρανός , ο ήλιος φαίνεται σαν να ανατέλλει κάτω από το σύννεφο και μοιάζει σαν να κινείται προς τα κάτω.

– Θέλω κι εγώ να το δω.

-Είδες που δε χρησιμοποίησες το ρήμα επιθυμώ;

-Είδες που αρχίζω και σου μοιάζω;

– Το βλέπω.

Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Η βεράντα έχει πολλές καινούριες γλάστρες και μια καλαμωτή καινούρια. – »Δεν είναι πολύ όμορφα τα λουλούδια μου; Θα φυτέψω κι άλλα.» Γελάγαμε. Έχω την αίσθηση πως ο κήπος έχει ήδη μεγαλώσει και αντί για γλάστρες τα φυτά άνθισαν στις καρέκλες. Μετά το χώμα έγινε πάτωμα.

– Θα μου πεις τελικά; Ήταν σαν να ήρθες και …………….;

-Βρες το μόνος σου.

-Πού να ψάξω;

-Στο έχω ήδη πει.

Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Φωνές στο λούνα πάρκ, τα παιδάκια τρέχουν χαρούμενα, φωνάζουν. Κρατάω το χέρι του Γιώργου. Το τρενάκι κάνει τσαφ τσουφ. – »Θα το προλάβουμε;» – »Θα το προλάβουμε, Γιώργη μου. Θα μπουμε και θα μας ανεβάσει πολύ ψηλά και μετά θα κατεβούμε με φόρα. – »Θα το προλάβουμε; » . Τα μάτια του Γιώργη είναι μεγάλα. Ίσως γιατί δε θυμάται το παρελθόν.

Στις 11 Μα’ί’ου είναι ο ένας χρόνος. Ήταν το πρώτο βράδυ που δεν είχα βάλει στο αθόρυβο το κινητό. Άκουσα το χτύπο. Η φωνή της τρεμάμενη : »έφυγε ». Βγήκε έξω απ’ το χρόνο.

Η αφήγηση είναι ευθύγραμμη.

Ετοιμάζομαι να φύγω. Θα βάλω τα ρούχα στη βαλίτσα και να μην ξεχάσω φωτογραφική μηχανή και ταυτότητα. Πρώτη φορά θα φύγω έτσι για ταξίδι. Σε παίρνω τηλέφωνο . – »Εσύ τι θα πάρεις μαζί σου;»  – » Έχω ήδη ετοιμαστεί. Θα πάρω τη λευκή βασίλισσα και το μαύρο άλογο.

Στο δρόμο μια γάτα πατημένη. Πόσα αυτοκίνητα θα περάσουν πια από πάνω της; Κανένας περαστικός δε βρέθηκε να την παέι στην άκρη; Αλλά μήπως ήθελε και να μείνει εκεί; Άμα σε έχουν πατήσει δεν είναι δα και τίποτα φοβερό να δεχτείς κι άλλα πατήματα. Σαν να θέλεις κι άλλο. »Δεν ασχολούμαι με υποθέσεις άλλων», σκέφτηκα. Σαν τώρα θα είναι πάντα.

Έχω ανοίξει τον υπολογιστή. Ακούγεται μουσική από το χωλ, έχεις βάλει σταθμό. Πλένεις τα πιάτα στην κουζίνα κι εγώ καπνίζω. »Πώς περνάει η ώρα γρήγορα μαζί σου!» , σου φωνάζω. »Πόσο διαφορετικός ο ρυθμός της μέρας! Διαφημίσεις και διαφημίσεις, επιτέλους πότε θ’ακούσουμε ένα σταθμό με ραδιοφωνικούς παραγωγούς; Αυτό μου έλειψε. – »Αυτός ο σταθμός έχει», μου απαντάς.  – »Θα είναι κανένας καλός; Δεν έχω και πολλή εμπιστοσύνη. Από το ραδιόφωνο ακούγεται ο παραγωγός. Διαβάζει κάτι:  »Η ζωή μου άλλαξε. Σαν να ξανακέρδισα ένα γύρο στο παιχνίδι. Ήτανε σαν να ήρθες και σαν να το ‘θελα.»

Advertisement