Μόνο υπό τέτοιες συνθήκες θα διεξαχθεί η εκδρομή, είπε η δασκάλα στα παιδιά. Θα φέρετε μαζί σας ένα αντικείμενο από το σπίτι σας για να παίξουμε ένα παιχνίδι στο δάσος.Θα προσπαθήσουμε να φανταστούμε πώς τα αντικείμενα αυτά θα ενωθούν και θα μας φτιάξουν μία μικρή ιστορία. Έβλεπα τις προάλλες ένα καλειδοσκόπιο από πεταλούδες. Γυρνώντας με ταχύτητα τον κύκλο τα χρώματα εναλλάσσονταν.
-Αν όμως το γυρίσεις πολύ γρήγορα τα χρώματα ενώνονται και γίνονται άσπρο, είπε ο Γ.
-Έτσι ακριβώς το έχω φανταστεί , είπε η δασκάλα.
Ο δρόμος ήταν από χώμα και το μεσημέρι ζεστό. Σαν να θέλεις να αρπάξεις την πέτρα, αλλά φοβάσαι ότι θα καείς. Τα παιδιά κρατούσαν τις τσάντες τους και το πρόσωπό τους αντανακλούσε τον ήλιο. Το χωριό είχε λίγα πέτρινα σπίτια. Τα παιδιά ήταν τέσσερα . Η Α. κρατούσε μία χρωματιστή κορδέλα. Θέλω στο δάσος να φτιάξουμε ένα γα’ι’τανάκι. Αν δέσουμε τις κορδέλες στα κλαδιά ενός δέντρου και αρχίσουμε να τρέχουμε γρήγορα γύρω από το δέντρο, τα χρώματα μπορούν να ξαναενωθούν. Την κοίταζαν με απορία. Γιατί τα χρώματα να ξαναενωθούν ;
H Κ. ήταν η πρώτη που έφτασε σπίτι. Άφησε την τσάντα στο πάτωμα και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ένιωθε τα μέλη της κουρασμένα. Από χτες το βράδυ ένιωθε αυτή την κούραση. Ο παππούς ήταν άρρωστος και όλη η οικογένεια ξαγρυπνούσε να τον προσέχει. Η μάνα της είχε πάντα αναμμένο το καντήλι , αλλά αυτή τη φορά το φως τρεμόπαιζε. Η Κ. ήθελε να πάει στην εκκλησία να προσευχηθεί , αλλα ήταν αργά για να βγει από το σπίτι. Κοίταζε τον κήπο και τα αμπέλια.
Ένα πρωινό είχε κάτσει εκεί με τον παππού. Ο παππούς της ζήταγε να του πει τραγούδια και στα κρυφά της έδινε και λίγο κρασί να πιει. Η Κ. χαιρόταν που ο παππούς την έκανε να νιώθει λίγο παραπάνω ελεύθερη , κι ας του φώναζε η κυρα Φ. » θα μου το μεθύσεις το παιδί, ωραίος παππούς είσαι εσύ !». Ήταν μία αίσθηση ελευθερίας και λίγο σαν να ζαλίζεσαι και να βλέπεις το έδαφος να πηγαινοέρχεται. Σαν να θέλεις να πατήσεις και να σου τραβαεί το κύμα την άμμο. Και σαν να γεύεσαι αυτό που ξέρεις ότι δεν είναι δικό σου. Στην Κ. δεν άρεσε το κρασί, έβρισκε τη γεύση του στυφή. Αλλά τρελαινόταν να χάνεται μες σ’αυτή τη μέθη και στη συνομωσία που σκάρωνε με τον παππού. -Μαμά, ο παππούς θα πεθάνει ; -Όχι, αγάπη μου. – Άμα πεθάνει δε θα ξαναβάλω κρασί στο στόμα μου. » Είπε και έκλεισε τα μάτια.
Η Κ. στην εκδρομή έφερε ένα τσαμπί σταφύλι.
Ο Γ. είχε το πιο ωραίο σπίτι στο χωριό. Γερό και καλοφτιαγμένο. Αυτό θα ζήσει και δέκα γενιές μετά από εσας του έλεγαν οι συγχωριανοί. Ο Γ. καμάρωνε χωρίς να ξέρει. Έχουμε κάτι πολύ καλό, σκεφτόταν. Κι ένα ρυάκι περνούσε μέσα από το οικόπεδο. Τα παιδιά μαζεύονταν πολύ συχνά στο ρυάκι και ξάπλωναν στο χορτάρι. Και η μάνα του Γ. έπαιρνε συχνά νερό από το ρυάκι και έπλενε τα ασπρόρουχα.
Η μάνα του Γ. είχε φτιάξει για τα παιδιά ένα παραμυθόσπιτο. Είχαν βάλει μέσα κεριά πολλά , ένα χάρτη χαμένου θησαυρού, σύνεργα για σκάψιμο και ένα μικρό στρωματάκι. Ο Γ. είχε ζωγραφίσει στον ξύλινο τοίχο ένα μολυβένιο στρατιωτάκι. ‘Ενα βράδυ που έβρεχε με δύναμη , ένας κεραυνός έκαψε το σπιτάκι. Ο Γ. με κλάματα στα μάτια κοίταζε τα αποκα’ί’δια. – Γιατί χάλασε μαμά ; – Γιατί έτσι γίνεται αγόρι μου. Ο Γ. σκέφτηκε ότι και η μάνα του ήταν σα ρυάκι.
Ο Γ. στην εκδρομή έφερε ένα μισοκαμένο μολυβένιο στρατιωτάκι.
Ο Α. είχε μία ανησυχία. Τι να φέρω που να αρέσει στους άλλους ; ‘Εχω πολλά παιχνίδια και μια ωραία μεγάλη ζωγραφιά δικιά μου και μια βάρκα που φουσκώνει. Ο Α. μέχρι τα εννιά του χρόνια δεν έμπαινε στη θάλασσα. Καθόταν στην ακρογιαλιά και έπαιζε με τα βότσαλα. Έβρεχε τα πόδια του στην ακροθαλασσιά και έφτιαχνε στην άμμο κάτι ακανόνιστα πυργάκια. Τα ξαδέρφια του έκαναν μακροβούτια και κατακόρυφους μες στη θάλασσα και έκαναν αγώνες για το ποιος θα φτάσει πιο γρήγορα στο βράχο για τη βουτιά. Ο Α. καθόταν και τους κοίταζε.
Ένα μεσημέρι τα ξαδέρφια του , τού ζήτησαν να μπει μαζί τους στη θάλασσα με τη φουσκωτή βάρκα και να πάνε βόλτα μαζί. Ο Α. κοντοστάθηκε, αλλά ήθελε πολύ να πάει μαζί τους. Καθώς έβαζαν τη βάρκα στη θάλασσα εκεί στα ρηχά , ο Α. ένιωσε τα ξαδέρφια του να ζυγώνουν προς το μέρος του αντί να πηγαίνουν όλοι μαζί προς τη βάρκα. Το πρόσωπό τους είχε κάτι σκοτεινό. Έπιασαν τον Α. από το κεφάλι και άρχισαν να τον βουτούν μες στη θάλασσα. Το σώμα άρχισε να τραντάζεται, μια αίσθηση πνιγμού και ασφυξίας. Ο Α. προσποαθούσε να φωνάξει , αλλά δεν είχε φωνή. Του έβγαζαν και του ξαναέβαζαν το κεφάλι μες στο νερό. » Έτσι μόνο θα μάθεις », έλεγε ο ένας. Ο Α. σαν να χανόταν , έβλεπε την άμμο και νόμιζε ότι θα τον καταπιεί η θάλασσα και η άμμος ,ήθελε να φτύσει το νερό αλλά δεν μπορούσε.
Όταν του έβγαλαν το κεφάλι την τελευταία φορά, τα μάτια του ήταν κατακόκκινα. Ο Α. ήθελε να φωνάξει. Από εκείνη τη μέρα ο Α. λάτρεψε τη θάλασσα.
Στην εκδρομή ο Α. έφερε μια φουσκωτή βάρκα.
Η Α. γύρισε στο σπίτι, αλλά έλειπαν οι γονείς της. Άνοιξε το συρτάρι με τα ρούχα και βρήκε ένα δροσερό νυχτικό για να φορέσει. Από το παράθυρο τα πράσινα φύλλα της αμυγδαλιάς. Ο παππούς την είχε φυτέψει για εκείνη. Από άλφα το όνομά σου, αμυγδαλιά θα σου φυτέψω της είπε. Και η Α. την είχε αγαπήσει αυτή την αμυγδαλιά. Της μιλούσε , κοίταγε τα φύλλα της και τρελαινόταν όταν έβγαιναν τα άσπρα λουλούδια, λίγο πριν την άνοιξη.
Ένα πρωινό φορούσε το ωραίο της άσπρο φόρεμα για να πάει στην εκκλησία. Είχε στα μαλλιά μια κόκκινη κορδέλα και στο χέρι το κόκκινο της βραχιόλι. Η μητέρα της τής είπε να ετοιμαστεί για να φύγουν. Η Α. βγήκε στον κήπο. Η αμυγδαλιά ήταν όμορφη. Τα κλαδιά της μεγάλα και λεπτά. Θα μεγαλώνουμε μαζί της είπε. Θα σε προσέχω σαν τα μάτια μου. Εσένα μόνο θα αγαπώ. Η φωνή του μπαμπά ακούστηκε και η Α. έτρεξε να φύγει. Το φόρεμα της σκάλωσε σε ένα κλαδάκι της αμυγδαλιάς και καθώς η Α. πήγε να τρέξει της ξήλωσε το φόρεμα και της μάτωσε το πόδι. Η Α. άρχισε να κλαίει. Όχι για το φόρεμα, αλλά για τον πρώτο αποχωρισμό.
Στην εκδρομή η Α. έφερε ένα ξηλωμένο λευκό φόρεμα.
Ένα τσαμπί σταφύλι, ένα μισοκαμένο μολυβένιο στρατιωτάκι, μια φουσκωτή βάρκα, ένα ξηλωμένο λευκό φόρεμα. Τα χρώματα ενώθηκαν.