Πάντοτε τον είχα απέναντι. Και οι αφηγήσεις του μού στοιχειώναν το μυαλό. Σαν την κακή αρχή παραμυθιού. Και μετά ενά ανοιχτό τέλος. Και μετά γιατί. Τι ζωή κερδίσαμε; Αν δεν ήταν για ζωή, δε θα μ’ένοιαζε. Αλλά εδώ και η πέτρα και το σάπιο ξύλο και το ξύλινο κρεβάτι κι η αγροικία με το πατάρι. Όλα εδώ ζωντανά και όλα εδώ ζωή. Κι όμως απέναντι. Τι ζωή κερδίσαμε ;
Βρήκα μιά φωτογραφία. Θα ήταν Αύγουστος. Ή μήπως Σεπτέμβριος ; Πότε δε μου είχε πει ημερομηνία. Κι οι μνήμες του δεν είχαν μήνες και χρόνια. Είχαν μόνο στιγμές.
Αύγουστος και να καίγεσαι να ζήσεις. Στο πάτωμα παλιό ασπρόμαυρο πλακάκι και η ημερομηνία : 1927. Ακόμη και σήμερα φαίνεται σαν σφραγίδα στο σπίτι και σαν να αιωρείται πανω από το χρόνο. Ήσουν 15 χρονών όταν σε βρήκαν. Σαν να τους χρωστούσες μια φέτα από τη δική σου ζωή. Απέναντι βρισκόσασταν. Δεν μπόρεσες ποτέ να τους πατήσεις. Το σπίτι προσφυγικό και μικρό, δυό δωμάτια. Μιά αδερφή και μιά γιαγιά. Όλοι οι άλλοι πεθαμένοι. Από εκεί σε πήραν. Μιά ίδια διαδρομή που κάνεις τώρα για να πας στο φούρνο.
Στο Χαϊδάρι σταμάτησε το τρένο. Να γεμίσουν νερό στις κατσαρόλες για τη διαδρομή. Μακρύ το ταξίδι και το στόμα στεγνώνει. Κι ύστερα ποια ανάσα να νιώσεις που το άνοιγμα στην οροφή του βαγονιού μικρό. Και τα σώματα στοιβαγμένα σα σακιά. Κατεβήκατε να γεμίσετε νερό. Στη βρύση θυμήθηκες πως στο σπίτι δεν ξέρουν πού πηγαίνεις. Σαν να έφυγες και να μην άφησες γράμμα. Ποιος περιμένει ένα άδειο γράμμα ; Η βρύση έτρεχε γρήγορα. Ξαφνικά φωνές. Και μια γλώσσα δύσκολη, ακαταλαβίστικη. Αρχίζουν και σας πετάνε πέτρες για να μην προλάβετε να γεμίσετε άλλο νερό. Απέναντι οι άνθρωποι για δυό στάλες. Το βάλατε στα πόδια. Σε πέτυχε η πέτρα και μάτωσες. Σε πέτυχε η πέτρα και ήταν σαν να το ήξερες. Δε θα γύρισω ξανά εδώ σκέφτηκες.
Όταν μου μιλούσε για το παρελθόν ένιωθα σαν να τα ξαναέβλεπε μπροστά του όλα. Και σαν να ήθελε να πει ότι από εκεί δεν μπόρεσα να πάω κάπου αλλού. Εκεί έμεινα.
Στη Γερμανία υπήρχαν πάντα πολλές ευκαιρίες. Για να ζήσεις θλιβερά ή να πεθάνεις βασανιστικά. Ίσως και για να στείλεις μιά φωνή σε ένα άδειο περα. Στους θαλάμους τα κορμιά σαν ακρωτηριασμένα από τα ταλαιπωρημένα μέλη τους. Το φαγητό λιγοστό. Ένας εβραίος είχε φέρει μαζί του κρυμμένα διαμάντια. Αντάλλαζε τα διαμάντια με πατάτες. Ποιος να τα πάρει ; Εδώ δεν έχουμε αύριο.
Ήθελε σαν παιδί ένα χαρταετό κι ένα ποδήλατο. Ακόμη και σήμερα ξέρει ποσο σκληρό είναι που δεν τα είχε. Που δεν τα κράτησε στα χέρια του να νιώσει το συναίσθημα της ιδιοκτησίας. Και της ζωής που δεν κερδίζεται με αγώνα αλλά είναι έυκολη και μπορεί να γλιστρήσει απαλά σαν πάνω σε λείο πάγο. Και που δεν τού δόθηκε.
Στα έργα τα δημόσια καλύτερος ο κόπος. Όλη μέρα δε σηκώνεις κεφάλι, αλλά το βράδυ δεν έχεις πια δύναμη να σκεφτείς. Κι έτσι η μέρα φεύγει. Και είναι μιά άλλη ίδια που θα έρθει, αλλά είναι μιά άλλη. Και που ακόμη ζεις και που δεν είσαι από αυτούς που ξέρεις πως θα πεθάνουν. Και ελπίζεις , γιατί ο θείος σου είναι στο ίδιο στρατόπεδο σε διπλανό κτήριο και είναι ο κρίκος που δε λείπει σε μια αλυσίδα που έσπασε.
Τους θαυμάζω τους Γερμανούς μού είπες πάνω σε μια συζήτηση. Κατάφεραν να ξαναφτιάξουν τα πάντα, γιατί ήταν πειθαρχημένοι. Τώρα βρέθηκες και απέναντι από τον εαυτό σου σκέφτηκα.
Βαδίζουν μες στο δάσος. Θα είναι περίπου χίλιοι ή και περισσότεροι. Σαν σκελετωμένοι. Τους πηγαίνουν από το στρατόπεδο σε ένα άγνωστο μέρος. Θα μας σκοτώσουν του λέει ο θείος. Πρέπει να το σκάσουμε. Τους φρουρούν στρατιώτες. Όπλα και αρβύλες. Και ο φόβος πού να πας.
Ωραίο το σπίτι, ξύλινο. Λίγο σαπισμένο το ξύλο, αλλά με μια συντήρηση θα γίνει σαν καινούριο. Έχει και πατάρι. Εκεί κρύφτηκαν. Με ανάσες κοφτές , κρύφτηκαν και κοιμήθηκαν έναν ύπνο βαρύ. Οκτώ μήνες είχαν να κοιμηθούν σαν άνθρωποι. Δεν μπορούσες άλλωστε να κοιμηθείς. Οι σειρήνες και το κλάμα αυτού που λιγοψυχά. Και το κλάμα αυτού που δεν καταλαβαίνει γιατί ξημερώνει το ίδιο φως. Και το κλάμα που φυλάς για μέσα σου. Εκεί κοιμήθηκαν έναν ύπνο βαρύ. Η καρδιά τους ένιωσε τόσο φόβο μέχρι να βρουν έναν τόπο να κρυφτούν. Ήταν τρεις που το έσκασαν. Εκείνος ο μικρότερος.
Στο σπίτι έχει ένα σπαθί. Από αξιωματικό των Ες Ες που το πέταξε για να κρυφτεί, όταν έγινε η απελευθέρωση. Μού το έδειχνε. Σκεφτόμουν γιατί να το κράτησε. Γιατί από το βασανιστή σου κράτησες το θάνατο ;
Γύρισε στην Αθήνα ένα χρόνο μετά την απελευθέρωση. Τι έκανε στη Γερμανία όλο αυτό το χρόνο δε μας είπε ποτέ. Τον περίμενε η αδερφή του. Ακόμη είναι δικός της.
Αν θα αισθανόσουν περήφανος για κάτι από όλα αυτά πού έζησες, ποιο θα ήταν; Το ότι είδα το θάνατο και πέρασα απέναντι.
wraio…glyko…sa na xaideveis ligo ligo to apenanti ,e??
λιγο λιγο
Καμιά φορά πρέπει να πας απέναντι για να δεις τον εαυτό σου πιο καθαρά.