Είχε μια μόνιμη ερώτηση στα χείλη. Και έφευγε στα μικρά βάθη. Και γύριζε με χίλιες δυο αποσκευές και με παλτά ξεθωριασμένα. Αν τον τύλιγες στο βράχο, θα του έγλυφε η αρμύρα τα ακροδάχτυλα, αν τον κάρφωνες στο ξύλο, θα έφτιαχνε χελιδονιών φωλιές. Και μετά ήταν το σπίτι, ο δρόμος, η πόλη, ο κόσμος. Λεωφόροι μέσα του ξεχύνονταν. Σαν μια εικόνα στο δάσος που πεσμένος στο χώμα έσταζε μέλι και από τα μάτια του γλώσσες φωτιάς κοιτούσαν έναν άδειο κάμπο. Είχε έρθει στεγνός.

Μ’ αρέσει να ξαπλώνω στην άκρη της θάλασσας και ν’ακούω τον ήχο του κύματος. Νιώθω σαν να επέλεξα να είμαι μέρος του άπειρου. Ανάμεσα στα βότσαλα ένα όστρακο. Γυρισμένο ανάποδα, λευκό. Ξεχωριστό, αλλά μόνο. Κέλυφος σκληρό. Ποιος άνεμος το γέννησε και ποιας ροής τα κύματα το έφεραν εδώ; Ποια φύση οργίασε στο χρωματισμό του και ποια πέλαγα το ζέσταναν; Έκανε ταξίδι ως εδώ. Το χάιδεψα στην έξω του πλευρά. Κέλυφος σκληρό.

Έχει κλειστεί στο δωμάτιο. Ώρες ώρες ακούω μια χαλαρή αναπνοή. Στο ταβάνι πέταξαν δυο ποδήλατα και μια αργή κίνηση χεριού να πιάσει το ποτήρι με το κρασί. Ήταν ο κόσμος που χωρίζει. Σαν μια διαφορετική γέννα. Γεννήσαμε διαφορετικούς κόσμους.

Δε θα έχω θέα από το σπίτι. Ισόγειο και θέλεις το καλοκαιράκι μια ανοιχτή βεράντα και γύρω γύρω γύαλινα μεγάλα παράθυρα. Ή ακόμη και όλη την πρόσοψη από γυαλί. – Αλλά, να κοίτα ένα παιδί που πηδάει τα κάγκελα ενός άδειου σχολείου και κρατάει στα χέρια του μια μπάλα. – Να, κοίτα ένα παιδί που κάθισε στα βράχια ένα ζεστό βράδυ και είδε μια θάλασσα ήρεμη και ένα χάραγμα στο βράχο. – Να, κοίτα τον ήχο που έβγαλε η όψη της, όταν άπλωσε τα χέρια της στο παιδικό θρανίο. – Να, κοίτα το σπόρο που αγωνίζεται να κρατηθεί σε μια ξεραμένη γλάστρα. Μια σκληρή ίσως φύση.

Καλωσορίζοντας τον ουρανό των χελιδονιών, ένιωσα μια ρίγη ξεχωριστή. Η πρώτη τους μέρα στο δρόμο μου. Περπατώ και κρατώ ψηλά το κεφάλι για να τα βλέπω. Επέλεξαν το νότο. ‘Η εκείνος τους επέλεξε πρώτος; Μια έλξη και μια βαρύτητα. Γιατί εδώ; Γιατί σ’αυτό το κομμάτι του ουρανού; Πώς μπορείς να καταλάβεις το δρόμο τους; Και ίσως να προστατεύσεις τη ζωή.

Καθόμαστε σα μικρά παιδιά πάνω σε περβάζι και βλέπουμε στο πάτωμα σακιά με κάρβουνα και μαύρα παλτά με ραφές ενωμένα μεταξύ τους με χοντρές κλωστές περασμένες από σακοράφα. Το χώμα όρισε το θάνατο και η ζωή το έκανε τέχνη. Και μετά μια αδιαπέραστη φύση ήρθε και το αποκάλυψε. Κι όσο τρυπάς το γυαλί και τρίβεις στα χέρια σου τα θραύσματα, μπαίνεις στον κόσμο που όρισε ένας άλλος. Μία της φύσης μίμηση.

Το κλειστό δωμάτιο ανοίχτηκε μετά από χρόνια. Βήματα στο ξύλο και τρίξιμο. Ακούμπησε ένα ένα με το χέρι του τα σκονισμένα έπιπλα. Ωραίο σκούρο ξύλο. Και δίπλα στο παράθυρο η ψηλή βιβλιοθήκη και οι προτομές. Ωραίος τρόπος για να διατηρήσεις κάποιον δίπλα σου, σκέφτηκε. Τού κόβεις το κεφάλι από το υπόλοιπο σώμα. Τον αποκόπτεις από τις περισσότερες αισθητικές εμπειρίες. Τα μάτια της προτομής γέλασαν.

Πολύς κόσμος πέρασε από το μαγαζί. Δεν ήταν κανονισμένο, αλλά να που οι θέσεις γέμισαν και τα στόματα άνοιξαν. Η παρέα ήταν ανούσια. Σαν να βρίσκεσαι έξω από το σώμα σου και να μη λές τίποτα. Και μετά χωριστήκαμε. Πήραμε τους κόσμους μας και φύγαμε.

Βάλε με στο δικό σου δρόμο. Ματαίωσέ με για να μου χαρίσεις τη χαρά του καινούριου. Στρώσε με στο χωμάτινο δρόμο και πέρασε από πάνω μου να οργώσεις. Γείρε και σκάψε με. Χτύπα μου το κεφάλι με το φτυάρι να ανακατέψεις το χώμα μου. Βρες μου το μέσα μου λίπασμα. Ξερίζωσε από τη γλώσσα μου χόρτα και ζιζάνια. Σπείρε με να φυτρώσουν στις κόγχες των ματιών μου βλαστάρια, πάνω τους να περπατούν μυρμήγκια και σκαθάρια. Και μετά νιώσε με.

Ώρες ώρες σκεφτόμουν τι είναι τελικά πιο σκληρό. Η δική μου ή η δική σου φύση; Ποιος ο πιο πέτρινος κόσμος; Και μετά ήρθαν κάτι λέξεις και μια μουσική σαν από άλλη ψυχή. Απόκοσμος. Υπόκοσμος. Κι ήταν σαν να μου λείαναν το αγκάθι. Και σαν να έκοψαν μια ρίζα.

Δε θα μ’ αφήσεις να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη. Δε θα μ’αφήσεις να μη με νοιάζει. Δε θα μ’ αφήσεις να μην έχω ιδρώτα το βράδυ. Δε θα μ’αφήσεις ν’αφήνω τα τσιγάρα δίπλα στο κρεβάτι. Δε θα μ’αφήσεις να γίνω κι εγώ ίσιωμα στο δρόμο. Θα το’χω σαν να το κυοφόρησα.

Μην αφήσεις να μπουν το βράδυ κουνούπια από το παράθυρο. Σβήσε το φως και ξάπλωσε δίπλα μου. Και σκέψου μέσα σου φωναχτά :

-Θα είναι πάντα όστρακο; Κέλυφος σκληρό.

Advertisement