Μισώ την πρωινή κίνηση. Δυσανασχετώ να ελέγξω το σώμα μου. Ακαριαίες κινήσεις, κοφτές. Και ένα στόμα στεγνό. Το πρόσωπό μου φαίνεται πρησμένο στον καθρέφτη και σκοτεινό. Με μια κίνηση αργή κοιτάζομαι. Κάποτε άφηνα να φυτρώνουν γένια που ήταν σαν ξανθά στάχυα, άλλοτε σαν αγκάθια αχινού. Κι όμως ακουμπώντας τα, καταλαβαίνω ότι είναι ένα μαγεμένο δάσος κι ένα πέτρινο φρούριο. Με το ξυράφι αφαιρώ το δέρμα. Κομμάτια από φρούριο πέφτουν στο νεροχύτη. Στέκομαι και κοιτάζω να χιονίζει ένα πεθαμένο δέρμα, νέκρωσε λένε και οι ειδικοί. Αφήνω τα μάτια μου να κινηθούν κατά μήκος του νεροχύτη. Δεν αισθάνομαι τίποτα. Το φρούριο γκρεμίστηκε. Οι πολεμίστρες του νεκρές κι οι προμαχώνες ερειπωμένοι. Κι ύστερα κομμάτια και ερείπια μιας περασμένης εποχής. Μην περάσεις από εκεί που δεν έζησες.
Στο δρόμο για τη δουλειά πατώ και βαδίζω με σταθερότητα. Σαν να μην πατώ στο έδαφός μου, τα χέρια μου ορίζουν την ισορροπία μου. Με γλύτωσε αυτός ο δρόμος για τη δουλειά. Πριν από δύο χρόνια και από αντίθετη κατεύθυνση, ο δρόμος δε μου άρεσε. Μου ήταν βάρος. Θυμάμαι μια φορά να γυρνάω μεθυσμένος στο σπίτι και να μην μπορώ να σταθώ σε ίσιο δρόμο. Ήταν η πρώτη φορά που μπήκα σπίτι τόσο χαρούμενος. Όχι γιατί δεν ήμουν νηφάλιος, αλλά γιατί ο δρόμος με άργησε. Όταν θα κόψω ένα κομμάτι από το πόδι μου, θα το βάλω δίπλα στον κάδο της ανακύκλωσης. Μάθε να ξαναβαδίζεις εκεί που δεν έζησες.
Στο σαλόνι σερβίρουν καφέ. Πικρό. Κάθονται γύρω από το ξύλινο στρογγυλό τραπέζι. Οι καρέκλες σε σωστή διάταξη και μια μεγαλοπρεπής σύνθεση στο μεγάλο τοίχο. Μπαίνει φως, πάντοτε έμπαινε φως. Οι καθρέφτες καλυμμένοι. Να κάτσω δίπλα τους ή να μη; Οι μορφές οικείες, κάποτε μου άρεσε να ξαπλώνω στα πόδια τους, αισθανόμουν μια αίσθηση ασφάλειας κι αγάπης. Τ πρ’οσωπα όλα γνώριμα – κέρινα ομοιώματα -. – Τον γνωρίατε το μακαρίτη; – Mα ήταν τόσο νέος. – Ήταν τόσο νέος; Δεν κινούνται, τους αγγίζω. Θέλω να τους αγγίξω κι άλλο τα πρόσωπα, να μπήξω τα χέρια μου στα μάτια τους, να τους ξαναζωντανέψω. Κι έπειτα να πέσω στα πόδια τους και να τους νιώσω. Μια γαμψή μύτη, οι σακούλες κάτω απ’τα μάτια, η αραίωση στους κροτάφους, ποιο κομμάτι μου είναι δικό τους; Ποιο από το σώμα σου πήρα; Και ποιο δε μου αφήαστε να πάρω; Σιχαίνομαι τα ομοιώματα, μού προκαλεί μια αίσθηση φρίκης η παγωμένη ζωή. Αν είχα μπροστά μου την Αφροδίτη της Μήλου, θα τής έσπαγα και τα πόδια, τίποτα δε μίσησα μέσα μου όσο τη σταματημένη ζωή. Αγαπώ την ήρεμη θάλασσα. Αν θα τους άφηνα την ανάσα μου, θα ήταν γι’αυτό που λέμε το κατευόδιο. Στο δικό τους φρενήρες τίποτα.
Παιδικό δωμάτιο απέκτησα μεγάλος. Ειρωνεία να λες το δωμάτιο παιδικό και να εσαι 25 ετών. Το είχα σαν δικό μου αστείο και σαν να γελάω με τον εαυτό μου. Και σαν να ξέρω ότι όλα τα έζησα ή δεν τα έζησα. – Αν δεν πεθάνεις, θα ζήσεις. Μου άρεσε αυτή η φράση. Αν δεν ζήσεις; Στο δωμάτιο λιγοστά πια βιβλία και ένας πίνακας που αγαπούσα. Σώματα που μοιάζουν σαν να πετάνε. Σαν φαναράκια στον ουρανό. Μια μολυβοθήκη με πρόσωπα πανοπλίες και ένα κομοδίνο άδειο. Πολλές φορές μικρός ερχόμουν σ’αυτό το δωμάτιο και έκλεινα την πόρτα για να ξεφύγω απ’τις φωνές και την τρέλα μου, καθόμουν πίσω από την πόρτα για να μη μπει κανείς. Κι έβλεπαν τα μάτια μου όλους τους φόβους μου. Έμπαινα σε ένα σκοτεινό παλάτι με φίδια και λάσπες. Τα φίδια είχαν τη μορφή μου. Σέρνονταν και μόνο όταν φοβούνταν, έβγαζαν τη γλώσσα τους. Μετά οι φόβοι τους γεννούσαν αυγά. Ποιο παράξενο ένστικτο; Η λάσπη είχε το σώμα μου. Ανακατεύτηκε με χώματα διάφορα για να γίνει αυτό που έγινε. Αλλά δεν είναι ούτε χώμα γνήσιο ούτε νερό καθαρό. Μια ένωση με τα εξ ων συνετέθης. Αγαπώ αυτό το παλάτι. Θα τού έδινα τα μάτια μου. Για να μην το βλέπω.
Στο χωλ ο καθρέφτης σαν να έγειρε. Για να δω λίγο το καθρέφτισμά μου. Και το σώμα μου. Ίσως να μην είναι δικό μου, κάποιος μου το δώρισε. Πολλές φορές μού άρεσε η ιδέα ότι το σώμα αυτό δεν είναι δικό μου. Είναι χοάνη συτών που δεν με χώρεσαν. Κι έτσι τους χώρεσα εγώ και χώρεσα το κενό που μού πρόσφεραν. Και το μεγάλωσα όσο μεγάλωνε το κενό, το ξεχείλωσα, το ζάρωσα, τού φέρθηκα με μίσος. Δε θα μού ήταν εφιάλτης να βρισκόμουν γυμνός ‘σ’ ένα τραπέζι γεματο γλυκά και φαγητά, να τα αρπάζω με τα δάχτυλα, να γλείφω με τη γλώσσα , να καταβροχθίζω και να νιώθω αναγούλα, να γεμίζω τα κενά μέχρι και ανάμεσα στα δόντια μέχρι να νιώσω ασφυξία και μετά να ξερνάω πάνω στα χέρια μου και στην κοιλιά μου, στο λαιμό μου και στα πόδια μου και μετά το χέρι μου να μπαίνει στο λαιμό μου και να μου τσακίζει τον οισοφάγο και το στομάχι. Κι έτσι με στομάχι διαλυμένο, πόσο κενό να χωρέσεις;
Mένει πέντε λεπτά με τα πόδια από το πατρικό μου σπίτι. Έχει διάφορα χρώματα μαλλιών, φοβάται τους σκύλους όταν γαβγίζουν και η όψη της ήταν συχνά θλιμμένη. Θα μπορούσα να μπω στο σώμα της. Είναι το σώμα μου. Την πρώτη φορά που τη συνάντησα είχε μια άρρωστη καρδιά. Τη δεύτερη φορά που τη συνάντησα είχε ένα άρρωστο μυαλό. Την ένιωσα ως το κόκκαλο. Μια μερα θα την πα΄ρω από το χέρι και θα ανεβούμε στο δασάκι. Θα καθήσουμε στο χρωματιστό τρενάκι και θα φοράμε τα καλά μας καλοκαιρινά καπέλα. Μετά θα βάλουμε τα κλάμματα και θα τής αγοράσω ένα μεγάλο μπαλόνι. Κι όταν μου πει ότι κουράστηκε, θα την πάω μέχρι το σπίτι, θα της ανοίξω την εξώπορτα και θα την δω να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια. Όταν κλείσει η πόρτα, θα ξεριζώσω την καρδιά μου και θα την αφήσω στα σκαλιά της.
Από όλες τις αισθήσεις μου, μόνο η ακοή με κράτησε στη ζωή. Τη ρούφηξα τη ζωή μεσ’ από την ακοή μου. Ειρωνεία και πάλι θα πεις. Για εβδομάδες με έτρεχαν – μωρό παιδί – γιατί πονούσαν τ’αυτιά μου από ένα μικρόβιο και έκλαιγα , κι οι γιατροί πώς να βρουν τι έχω – που γλώσσα να μιλήσεις και να πεις. Κι όμως αυτή ήταν η αλήθεια που θέλησα να έχω. Πες – μίλα – δώσε μου πνοή. Μη μ’αφήνεις να σκέφτομαι. Μη μ’ αφήνεις να φαντάζομαι. Πες – μίλα. Ζήσε με. Κράτα μου σφιχτά το πρόσωπο και άφησε μού τα αυτιά ελεύθερα. Πες. Μίλα. Και θα φέρει ο καιρός ό,τι φέρει. Με πήρε τηλέφωνο. Από την άλλη γραμμή φωνή παιδική. Μου είπε : » Aνετάκη, πότε θα έρθεις να με δεις; Σε χρειάζομαι. » Είναι τριών χρόνων. Ούτε. Για πρώτη φορά με έκανε να νιώσω τόσο αθώος. Αν θα μπορούσα να κολλήσω τ’αυτιά μου στο ακουστικό, θα το έκανα μόνο για ν’ακούσω το θρόισμα αυτού του ήχου κι αυτής της φωνής. Σε χρειάζομαι.
Οκτώ το πρωί. Κάπου στη Νίκαια. Η πόρτα της πολυκατοικίας ανοιχτή. Η πόρτα του διαμερίσματος ανοιχτή. Δυο μορφές ξένες. Τακτοποιούν το χώρο. Σαν να φοράνε ρούχα καθαρίστριας. Η μια φωνάζει στην άλλη : » Σιγά τα αίματα στο πάτωμα. ‘Ανθρωπος σκοτώθηκε. »