Το πέτρινο λιοντάρι κοιτούσε τη θάλασσα. Η κόρη του ματιού του μπορούσε να φτάσει μέχρι τις γραμμές των σπιτιών της απέναντι ακτής. Εκεί που όταν δύει ο ήλιος, οι γραμμές μεταμορφώνονται και γίνονται το πλαίσιο μιας κορνίζας με φωτογραφία του ουρανού. Τυχερό αυτό το λιοντάρι, συλλογίστηκα. Η ζωή το πέτρωσε σ’ ένα σημείο που ο κόσμος είναι μαγικός και στέκεται φρουρός και θεατής. Ίσως – σαν ένα πέρασμα – να τού δόθηκε ένα κομμάτι γης. Σαν πέρασμα για εκεί που κοίταγε.

Λίγο πιο πάνω στεκόταν το σπίτι του και κοιτούσε από πιο ψηλά την ίδια θέα. Λατρεύω τα σπίτια που κοιτάζουν τη δύση, έλεγε. Ποτέ δεν είχα πάει στο σπίτι του. Όλο άκουγα γι’αυτό και σκεφτόμουν πώς θα είναι. Φανταζόμουν να έχει πολλά άδεια δωμάτια που το καθένα θα είχε και ένα έπιπλο. Δεν ήθελα τα πράγματα στο σπίτι του να είναι λειτουργικά, αλλά να είναι αφορμές για ένα ταξίδι. Και προπαντώς όχι εσωτερικοί τοίχοι, τα δωμάτια χωρίζονταν με νοητές γραμμές , σαν να τα είχες οριοθετήσει με άσπρες κιμωλίες. Ή σαν να είχες φτιάξει ένα φράχτη με κλειδιά του σολ στοιβαγμένα το ένα πάνω στ’άλλο. Στο χωλ ένας καθρέφτης. Αντανάκλαση των τοίχων και των πραγμάτων. Αστραφτερός. Θα μού άρεσε να κοιταζόμουν στον καθρέφτη του και να αλλάζω πρόσωπα. Ή να αλλάζω ρούχα και να κοιτώ τη σειρά με τα πρόσωπα που είχε κολλήσει στον τοίχο. ‘Αγνωστα πρόσωπα, αλλά τόσο οικεία. Παράξενο, σκέφτηκα. Αυτός ο καθρέφτης αντανακλά πολλά είδωλα. Φοράς τα παπούτσια σου, ισιώνεις τη γραμμή των μαλλιών κι ένα κορίτσι του Μοντιλιάνι σε κοιτάζει με νόημα. » Δεν ταιριάζει αυτό το χρώμα με το άλλο », σου δείχνει με το βλέμμα της. Ή ο αρχαίος κούρος που κοιτάζει αγέρωχα : » δε μ’αρέσουν τα μηχανοποιημένα κατασκευάσματα της εποχής σας. Εμένα μόνο τα χειροποίητα ρούχα μπορούσαν να ικανοποιήσουν την αισθητική μου», ψελλίζει θυμωμένος. Σαν να ντύνεσαι μαζί με την οικογένειά σου.

Βγαίνοντας στο μπαλκόνι το μάτι μου πέφτει στο πέτρινο λιοντάρι. »Δες μαζί μου τη θέα», με προσκαλεί. Κι όμως ο φακός του δεν είναι ευρυγώνιος. Κοιτάζει μόνο ευθεία. Μπορεί και προστατεύει όλο το πεζοδρόμιο μπροστά από τη θάλασσα. Αλλά δεν μπορεί να αντικρύσει τον κίνδυνο που ίσως κάποτε έρθει από αριστερά ή δεξιά. Ακοίμητος φρουρός ζωσμένος με πανοπλία, αλλά ακρωτηριασμένος στα μέλη του. Ίσως γιατί ο ρόλος του είναι αυτός, σκέφτομαι. Μια απόκοσμη ομορφιά θα μπορούσε να τον μαγέψει και να τον κάνει να σπάσει τον πέτρινο δεσμό του. Κι έτσι ακοίμητος στέκεται σταθερά στηρίζοντας το βάρος του στα μπροστινά του πόδια. Λίγο πιο αριστερά του μια τσιμεντένια πλατφόρμα. Ένα ίσιωμα χωρίς όριο. Ανόητες ανθρώπινες παρεμβάσεις, σκέφτομαι. Χτίσαμε τη θάλασσα και τώρα μάς έχτισε εκείνη μέσα σε μια διάφανη νεφελώδη γύαλα. Στο κέντρο της πλατφόρμας δυο ευκάλυπτοι. Ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Ευθυτενείς και λυγεροί. Τα κλαδιά του ενός θα μπορούσαν να αγκαλιάσουν τα κλαδιά του άλλου. Αλλά δεν μπορούν να μετακινηθούν ούτε να ενώσουν τις ρίζες τους σπάζοντας τα τσιμεντένια όριά τους. Κι έτσι ο ένας αντικρύζει τον άλλο. Το καθρέφτισμα του ενός είναι ο κόσμος του άλλου. »Η ζωή έτσι μού δόθηκε», λέει ο ένας.»Για να κοιτάζω μόνο αυτό που είμαι και για να αντικρύζω το είδωλό μου καθαρό και ατόφιο στα κλαδιά και τις ρίζες του διπλανού δέντρου. Και γι’αυτό είμαι ό,τι αντίκρυσα. »Απόκοσμη ομορφιά», σκέφτηκα. Αλλά πιο ακρωτηριασμένη κι απ’το λιοντάρι.

»Θα οργανώσω ένα πάρτυ», είπε και άρχισε να στέλνει προσκλήσεις. »Θα ανοίξω το σπίτι μου στον κόσμο. Τέτοιο σπίτι με θέα στη θάλασσα και χωρίς εσωτερικούς διαχωριστικούς τοίχους – προπαντώς – πρέπει να γεμίσει ζωή. Θα σφουγγαρίσω, θα σκουπίσω, θα ισιώσω τα κάδρα στους τοίχους και θα μαζέψω από παντού κάθε κόκκο σκόνης. Θα τοποθετήσω μια κρεμάστρα στην είσοδο για να ακουμπήσει ο καθένας το καπέλο του. Η πρόσκληση θα είναι για τις εννέα η ώρα ακριβώς. Όταν αρχίσουν να καταφτάνουν, θα τούς υποδεχτώ με τα πλοκάμια μου και θα αρχίσουμε να ετοιμάζουμε μια συναυλία βυθού. Ο κάθε καλεσμένος θα κάθεται σε μια καρέκλα και θα βγάζει φυσαλίδες από το στόμα του. Οι αναπνοές θα ενωθούν με τον ήχο του νερού και θα φτιάξουμε μουσική.  Θα φοράνε όλοι πολύχρωμα κουστούμια και οι κοπέλες φορέματα μακριά. Για στήριγμα οι άντρες θα έχουν τα μπαστούνια τους κι οι γυναίκες με τις βεντάλιες. Σαν μια εικόνα καμπαρέ του ’30 μέσα σε ένα ξέσκεπο υποβρύχιο. Κι όταν οι αναπνοές αρχίσουν να τελειώνουν, η μουσική δε θα πρέπει να σταματήσει. Ο καθένας θα  πρέπει να κλέψει την αναπνοή του άλλου και να γεμίσει το στόμα του με αέρα». Κι έτσι μες στο βυθό οι καλεσμένοι άρχισαν να επιτίθενται ο ένας στον άλλο και να σκίζονται τα ακριβά ρούχα και να ακούγονται φωνές που μείωναν την ποσότητα του αέρα. Το πρωί οι καλεσμένοι νεκροί κείτονταν στο βρεγμένο πάτωμα και το σπίτι είχε ηρεμία. »Πολύ μού άρεσε αυτή η συγκέντρωση», σκέφτηκε. »Έβαλα τον κόσμο μες στο σπίτι μου και το σπίτι μου τον ξέρασε στα μούτρα του».

Τού ζήτησα να πάμε μια βόλτα. Το απόγευμα ήταν ζεστό. Πιο ζεστό από ποτέ φέτος το καλοκαίρι. Καθίσαμε αντικριστά και κοίταζα ένα ζευγάρι ευτυχισμένο. Μάλλον έτοιμο θα έλεγα. ‘Εβλεπα καθαρά στα μάτια της πόσο έτοιμη ήταν γι’αυτό το καινούριο της μπαλκόνι – γλάστρα εκείνη γόνιμη. Το πήρε, το φρόντισε, τού έβαλε γλάστρες πολλές και απολάμβανε την πορτοκαλάδα της με τα πόδια της γυμνά ακουμπισμένα στο μαξιλάρι της καρέκλας. Αλλά βρήκε κι ένα μπαλκόνι που άξιζε τον κόπο. Στον τέταρτο όροφο, με ωραία κατασκευή και με λείες επιφάνειες. Ήθελα να καθρεφτίσω αυτή τη χαρά. Ίσως να την καθρεφτίζουν κι οι ίδιοι. Απέναντί τους μια άλλη κοπέλα. Με ένα άνοιγμα στην ψυχή. Θαυμαστό το άνοιγμά της. Και μ’ένα υποβόσκον μειδίαμα, έμοιαζε σα μια δεύτερη αινιγματική Μόνα Λίζα. Όχι για το μειδίαμά της, αλλά γιατί περίμενε να την κοιτάξουν οι επισκέπτες σε κάποιο μικρότερο μουσείο και να την παρατηρήσουν σε κάθε της λεπτομέρεια, όπως θα έκαναν και με την άλλη, τη διάσημη ξαδέρφη της. Και να τη βάλουν σε μια διάφανη προθήκη στο κέντρο της αίθουσας για να μπορεί ο επισκέπτης να περιπλανηθεί γύρω της. »Εγώ έχασα τον καθρέφτη μου», είπε. Μού φάνηκε σαν μια πιο έντονη απώλεια από αυτή του θανάτου. Σκέφτηκα ότι είναι πιο δύσκολο να χάνεις τον εαυτό σου. Τη φαντάστηκα σε ένα πελώριο λούνα παρκ να έχει μπει στο δωμάτιο με τους καθρέφτες και να ψάχνει μανιωδώς την έξοδο.

Στον καθρέφτη του σπιτιού είχε γράψει με κραγιόν ένα στίχο της Λίνας. Επικοινωνεί πιο γλυκά μ’αυτόν τον τρόπο. Γράφει μηνύματα, αφήνει ίχνη, θραύσματα του καθρέφτη της σε διάφορα σημεία του σπιτιού. Ένα πρωί μάζευε τα σπασμένα γυαλιά από το πάτωμα και μονολογούσε : »Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη».Έσκυψε για να δει τις άκρες του ορίζοντα και τα καλάμια που είχαν φυτρώσει στις παρυφές της. »Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη». Άφησε να της χαιδέψει την επιφάνεια ένας ελαφρύς κυματισμός και ένα άσπρο συννεφάκι να καθρεφτιστεί στα νερά της. »Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη». Έτριψε στα χέρια της την άμμο του βυθού της και παρατηρούσε τους μικρούς κόκκους να πέφτουν σαν χιόνι και να λαμπυρίζουν στο φως του ήλιου. » Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι λίμνη. Είμαι μια λίμνη». ‘Ακουσε το πέταγμα του γλάρου και αφουγκράστηκε την ανάσα του κοχυλιού. »Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη. Είμαι μια λίμνη». Κανείς δεν της είπε ότι είναι μια θάλασσα.

Το πρωί έφυγε με το τρένο. Πήγε σε μια καινούρια θέση στην επαρχία. Ξανά από την αρχή στο καβούκι μου σα σαλιγκάρι και σαν χελώνα. Αλλά το πρωινό ήταν δροσερό και στην αποβάθρα ο κόσμος έψαχνε για μια λοξή ματιά. Για έναν συνένοχο στο ταξίδι. »Μ’ όλους αυτούς είμαι ίδιος», σκέφτηκε. »Είμαστε μπαλόνια ξεφούσκωτα στο πάτωμα ενός δωματίου, που περιμένουμε κάποιον να μάς γεμίσει αέρα. Θέλουμε και επιζητούμε τον αέρα. Με όλους αυτούς είμαι ίδιος». Ο ένας κρατούσε μια κομψή βαλίτσα ταξιδιού που μέσα της είχε όπλα και μια εικόνα της μητέρας του. Ο  άλλος ήταν ένας λιπόσαρκος ζητιάνος με κομμένο χέρι που έζεχνε το χνώτο του και τα μαλλιά του ήταν άλουστα για μέρες. Ο άλλος ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος καθισμένος στο παγκάκι που τα βράδια ονειρευόταν να τινάξει τα μυαλά του στον άερα. Ο άλλος ήταν ένας ανασφαλής κύριος με μουστάκι που δάγκωνε τα χείλια του και προσευχόταν να έρθει το τρένο στην ώρα του. Ο άλλος ήταν ένας φοιτητης από αυτούς που περνάνε σε μια οποιαδήποτε σχολή της επαρχίας για να ζήσουν στο δικό τους κόμο. Ο άλλος ήταν ένας δικαστής με μαύρη τήβεννο που κοίταζε με καχυποψία τους γύρω του και τους τοποθετούσε σε θέσεις. Ο άλλος ήταν αυτός. Όλοι μπήκαν στο τρένο. Ο ελεγκτής του τρένου στη μεσημεριανή είσπραξη είδε ότι είχε κοπεί μόνο ένα εισιτήριο.

Όλος ο κόσμος είναι μια δρασκελιά. Σαν το παιχνίδι που παίζαμε παιδιά. Γράψαμε στο δρόμο τα νούμερα και με κουτσό πήγαινε από το ένα στο άλλο. Κι όταν φτάσεις στο τέλος, πρέπει να επιστρέψεις εκεί που άρχισες. Και να είναι το 4 πριν από το 5 για να είναι το 6 το νέο πάτημα. Και να πηγαινοέρχεσαι σε ένα ατέρμονο πίσω -μπρος μέχρι να αποφασίσεις ότι το παιχνίδι σταμάτησε. Και να παραχωρήσεις τη σειρά σου σε αυτόν που τώρα θέλει να μπει στο παιχνίδι. Άλλοι βέβαια προτιμούν τα παραμύθια. -Καθρεφτη, καθρεφτάκι μου, ποια είναι η πιο όμορφη στον κόσμο; -Αυτή που δεν έχει ανάγκη από καθρέφτες.

Advertisement