Πόρτο Γερμενό, κάποιο βράδυ

Η άμμος είχε βρέξει και την πετσέτα και τις μπλούζες. Δεν ήθελα καθόλου να στεγνώσουμε, αλλά και τέτοια ώρα που ήλιος και ζέστη. Το φεγγάρι είχε ήδη φτάσει πάνω από την κορυφογραμμή του λόφου και ήταν μισό. Μισό φεγγάρι. Σαν μαύρο αστέρι. Θυμάμαι, παιδί, με μάγευε το παραμύθι του παιδικού βιβλίου. Στο φεγγάρι κατοικούν μικροί μικροί άνθρωποι που χτίζουν μια φωτεινή πολιτεία. Σκάβουν και χτίζουν και φωτίζουν τα καινούρια τους σπίτια και αρχίζει το φεγγάρι να παίρνει φως και να γεμίζει. Μέχρι που ο μαύρος δράκος που κατοικεί στην άλλη πλευρά του φεγγαριού να ξυπνήσει και να τους τα καταστρέψει όλα, λίγο αφού ανάψουν και το φως του τελευταίου σπιτιού. Κι έτσι, με τα σπίτια κατεστραμμένα, το φεγγάρι ξαναβυθίζεται στο σκοτάδι. Και αρχίζουν σιγά σιγά οι μικροί μικροί άνθρωποι να ξαναχτίζουν και να ξαναφωτίζουν το φεγγάρι. »Σκληρός ο μαύρος δράκος, αλλά ταυτόχρονα τόσο ανθρώπινος», σκεφτόμουν. »Τουλάχιστον, καταστρέφει το οικοδομημά τους, αφού προλάβουν να το δουν τελειωμένο και νιώσουν την ευχαρίστηση του τέλους. Στιγμιαία η τέρψη, αλλά το τέλος έχει καταγραφεί στην όψη και στη μνήμη».

Στην ακτή ο κυρ-Αντώνης, ισόβιος κάτοικος της περιοχής. Τσιγάρο στριφτό και άγρια γένια. Η κάφτρα του φώτιζε μες στο σκοτάδι. Ψαράς, βγάζει πράμα η περιοχή. Και άνθρωπος λείος παρότι γερασμένος πια. »Από παιδί μ’άρεσαν τα λιμάνια», έλεγε. »Είχαμε συλλογή με καρτ-ποστάλ στο σπίτι. Ωραίες φωτογραφίες. Θα σου μιλήσουν, νόμιζες οι άνθρωποι. Κι ήθελα τόσο να φύγω. Να μπαρκάρω. Μάλλον γι’αυτό διάλεξα το Πόρτο Γερμενό, λιμάνι κι αυτό. Αλλά χωρίς καρτ ποστάλ». Δεν ήξερε κανείς απ’το χωριό, γιατί ποτέ δεν έφυγε για τα πλοία. Νέο παιδί και οι εποχές δύσκολες τότε. Το ψωμί με ιδρώτα κι η περιοχή ένα τίποτα στο χάρτη. Κι όμως αυτό είναι, κυρ- Αντώνη, το δικό σου οικόπεδο με θέα. »Αλλού να βγει εύχομαι πάντα», έλεγε,»αλλού να βγει όποιος θέλει να ζήσει».

Με το γιο του το Θάνο, δυο στάλες νερό. Παιδί αυτός δεκαοκτώ χρονών, όλο ζωή και τόλμη. Μαζί πηγαίναν με τη βάρκα. Τούς έβλεπες και τους χαιρόσουν. Όχι για κάποιο σπουδαίο λόγο, αλλά γιατί είχαν καταφέρει να συνεννοούνται με τα μάτια και να καταλαβαίνουν. Ο Θάνος ότι ο πατέρας του είχε τα μυστικά του που τόν δέσαν με τη ζωή του και ο κυρ-Αντώνης ότι ο Θάνος πια θα τού έφευγε. Και το όνειρο του κυρ-Αντώνη ήταν να φύγει ο Θάνος από εδώ. Με τη βάρκα τους πάντοτε γύριζαν με ψάρια. Ο Θάνος προτιμούσε αυτά με τα κόκκινα λέπια, όσο πιο κόκκινα τόσο περισσότερο χαιρόταν. Πολύ σπάνιο να βγάλεις τέτοια ψάρια από αυτή την περιοχή.

Ένα βράδυ ο Θάνος ζήτησε να φύγει με τη βάρκα για βόλτα. Για πρώτη φορά χωρίς τον κυρ-Αντώνη. »Μού κόστισε σαν αποχαιρετισμός», θυμάται. »Είπα στη μάνα του να με προσέχει, γιατί μόνο εμένα θα έχει». Όταν τηλεφώνησαν από την αστυνομία στις δύο η ώρα τη νύχτα, ο κυρ-Αντώνης πάγωσε. »Έλάτε», είπαν. Στην αναφορά του αστυνομικού, ο Θάνος βρέθηκε στην παραλία της Στελλίνας μαχαιρωμένος με δέκα μαχαιριές. Βίαιο έγκλημα. Πολλά ειπώθηκαν για κακές παρέες, για διακίνηση ναρκωτικών, για άσωτη ζωή. Κανείς δεν είπε πόσο άχρωμο ήταν το άπνοο του σώμα. Ο κυρ-Αντώνης ζήτησε να τον δει μόνο στα μάτια. Τού φάνηκαν κατακόκκινα.

Βούτηξα στο νερό το δροσερό. Βαθαίνει γρήγορα η θάλασσα και τα φώτα γύρω ζωγραφιά. Πόσα αισθάνθηκα αυτές τις μέρες. Εγώ που πάντοτε τέλειωνα τα όνειρα μου μόνος μου, τώρα ήρθε η ώρα να τ’αφήσω σε κάποιο άλλο χέρι να μου τα τελειώσει. Κι ας είναι να είναι αλλιώς απ΄τα δικά μου. Κι ας είναι αλλού να βγει.

Advertisement