Ίσως η πιο ωραία φωτογραφία του καλοκαιριού. Χρώματα καφέ ανοιχτό και γκρι. Ένα ζευγάρι που περπατάει στο δρόμο και η λήψη από ψηλά. Το τέμνουν καμπύλες και γραμμές, το χωρίζουν ευθείες, το ενώνουν σκιές και φως λαμπερό. Τραβήχτηκε τυχαία και τυχαία κατάλαβα ότι την είχα ξαναδεί. Ή μάλλον την είχα παρατηρήσει. Και τώρα σ’ένα δωμάτιο μισοσκότεινο την ανακαλώ στις γωνίες της μνήμης. Και τη φωτίζω από διάφορες πλευρές, έτσι που οι ευθείες να περνάνε μεσ’απ’τα σώματα κι οι καμπύλες να γλιστρούν στο διάβα τους και το παιχνίδι της σκιάς με το φως να τριγυρίζει σε κύκλο γύρω τους. Σαν ένα πάζλ φωτεινό. Κομμάτια – κομμάτια μιας φωτεινής στιγμής. Τα πετώ στο πάτωμα και χωρίζονται, θραύσματα μιας τετράγωνης εικόνας. Και φτιάχνω νοητές γραμμές.

Πέρασε να με δει.

Απορροφημενος στο βιβλίο, λοξοκοιτούσα την πανσέληνο. Άλλοι θα την ονόμαζαν νέα γη, άλλοι θα την ονόμαζαν όριο. Εξαρτάται από πού θέλεις ν’αρχίσεις κι ως πού θέλεις να φτάσεις. Έφερα το βιβλίο μπροστά στο πρόσωπό μου και το σήκωσα ίσαμε το ύψος των ματιών. Κι έτσι η σελήνη ήρθε και κάθισε στην κορυφή του χαρτιού. Κι έτσι εγώ την ονόμασα σελιδοδείκτη.

-Θέλω να πεθάνω, μού είπε.

Ο ήχος από το σπίρτο που ανάβει. Το φως από το κερί στο πρόσωπό σου. Περπατάς ξυπόλητος μέσα στο σπίτι και φωτίζεις του δωμάτιου τους τοίχους. Στο φως και στο σκοτάδι. Κι όπως ψαύεις με τα χέρια σου, αγγίζεις ένα πρόσωπο που φυσάει με δύναμη και δημιουργεί δίνες και παρασύρει στο πέρασμά του έναν κύριο με μια μπλούζα σαν σκάκι κι ανακατεύει τα μαλλιά μιας κόρης με κλειστά μάτια και κορώνα και δροσίζει ένα αγόρι μ’ένα ξύλινο άλογο και μια αποκριάτικη μάσκα. Και σκέφτεσαι ότι για να έρθει εδώ αυτή η ζωή ακολούθησε μια πορεία. Ένα ήσυχο βραδινό ποτό, μια αδικαιολόγητη καθυστέρηση στο ραντεβού, μια σχάρα αυτοκινήτου, η συνάντηση μ’ έναν Πικάσο απ’ τα Εξάρχεια, μια ανοιγμένη σκάλα και μια μεζούρα, ένα γέλιο στο τελείωμα. Κι η πορεία έγινε ζωή.

-Από πότε το σκέφτεσαι;

Ώρες – ώρες δε μ’αρέσει να περπατώ, γιατί σκέφτομαι. Σιγομουρμουρίζω κανένα τραγούδι ή κοιτώ με βλέμμα απλανές. Όταν σκέφτομαι κάτι, το επαναλαμβάνω πολλές φορές μέχρι που αρχίζει να με κατακλύζει ένα αίσθημα φόβου. Είμαι εγώ που μιλάω στον εαυτό μου ή ο εαυτός μου θέλει εγώ να τ’ ακούσω; Ποιος μίλησε πρώτος; Ποιος έκανε πρώτος το βήμα να έρθει πιο κοντά; Ποιος πέρασε πρώτος στο έδαφος του άλλου; Και μετά συνεχίζω να κοιτώ. Νομίζω ότι συνεννοηθήκαμε.

-Από τότε που δεν ζω.

Πέφτει βροχή. Μέσα στη θάλασσα είσαι κι εγώ στα βότσαλα. Πιάνω με το χέρι μου τα βότσαλα  και τα τρίβω με μανία στο χέρι μου ν’ασπρίσει. Και μετά στο πρόσωπό μου να φύγει η σκουριά. Και μετά στους ώμους και τους αγκώνες, στα πόδια και στην πλάτη, τρίβω το σώμα μου ν’ασπρίσει και κάθε τι νεκρωμένο να σβηστεί. Πονάω και χαίρομαι, γδέρνομαι και ζωντανεύω. Σηκώνομαι και γυαλίζω στου ήλιου την αντανάκλαση. Θάμπο φως, απογευματινό. Πατώ με γυμνά πόδια στα βότσαλα, βαδίζω με αστάθεια. Φτάνω στην άκρη της θάλασσας. Και μπαίνω στη θάλασσα.

-Πότε πέρασες τη γραμμή;

Έκλαιγε στην αίθουσα του αεροδρομίου. Είχε μόλις χάσει την αγαπημένη της ομπρέλα. Δεν είναι να εμπιστεύεσαι κανένα στις μέρες μας, της είπε μια κυρία. Λίγο να αφαιρεθείς και σε κλέβουν κι εσένα την ίδια. Πάλι καλά που σού πήραν μόνο την ομπρέλα. Περπάτησε προς την έξοδο. Οι αυτόματες πόρτες άνοιξαν. Προχώρησε και πέρασε στο λιμάνι εκείνο το βράδυ με τη βροχή. Κάτω από εδώ θα κρυφτούμε και θα στεγνώσουμε μαζί. Μετά από λίγο εξαφανίστηκε από τη ζωή της. Σαν να γράφτηκε ανεξίτηλα και να σβήστηκε με ένα σκίσιμο στο χαρτί. Προχώρησε έξω από το χώρο του αεροδρομίου. Στον καθαρό αέρα και στο σούρουπο. Τώρα δεν έχω ούτε για να στεγνώσω.

-Εδώ και μήνες. Περιμένω τη στιγμή από μέρα σε μέρα. Ανάβω το καντήλι και προσεύχομαι στο θεό των ζωών να μη με ξεχάσει.

Τόν δολοφόνησαν με δώδεκα σφαίρες. Τριάντα δύο, είπε εκείνη. Ποτέ δεν συμφωνούσαν. Πλήν και σύν και ίσον, επτά χρόνια από τα κάγκελα του σχολείου στα κάγκελα της φυλακής και μετά στα κάγκελα του νεκροταφείου. Τού άξιζε αυτό το τέλος, μονολογούσε. Είχε πάει να δει τον τάφο του. Τετράγωνος και με στρογγυλή φωτογραφία. Τριάντα τριών χρόνων. »Σαν το Χριστό», της είπα ειρωνικά. »Μόνο που ο Χριστός σταυρώθηκε, δε σταύρωσε», μού απάντησε. Τήν είχα συνοδέψει μόνο και μόνο για να δω το οριστικό τέλος αυτής της σχέσης. Δεν κρατούσε λουλούδια. Μόνο ένα τσιγάρο αν και αντικαπνίστρια φανατική. Στάθηκε πάνω στον τάφο του και το άναψε. Άρχιζε να καπνίζει. Το τσιγάρο στο χέρι της κάθετα, σαν μια άσπρη γραμμή, άλλοτε σαν κιμωλία για να γράψεις άλλοτε σα φάρος να φωτίσεις. Το κάπνιζε και το κοίταζε. Όταν τελείωσε, το έσβησε πάνω στον τάφο. Πάντοτε ήθελα να φύγεις, του είπε.

-Έλα μέσα και στάσου λίγο στο παράθυρο.

Το κουδούνι χτύπησε. Αγιασμός και νέα σχολική χρονιά. Άλλωστε για ένα παιδί τί μπορείς να πεις ότι δεν είναι νέο; -Θα έχω και τσάντα μεγάλη φέτος; -Θα έχεις και μαζί και πολλά βιβλία και τετράδια. Αλλά στη σειρά παραταγμένος, αισθανόταν ότι το σχολείο είναι κάτι πολύ κακό. Θα προτιμούσε ο δάσκαλος να μην τους είχε βάλει στη σειρά ούτε να τού είχαν από το σπίτι φορέσει  τζιν παντελόνι και αθλητικά παπούτσια, αλλά μ’εκείνη μόνο τη φαρδιά λευκή μπλούζα να τρέχει σε κύκλους ξυπόλητος πάνω στην άμμο με τα χέρια σε έκταση σαν ένα μεγάλο ελικόπτερο. Κοιτούσε τους συμμαθητές του και άκουγε το διευθυντή να μιλάει. Και ξαφνικά παρατήρησε γύρω του τα παιδάκια να φεύγουν από τις γραμμές τους και να αρχίζουν να διαγράφουν τροχιές σε τέλειους κύκλους με τα χέρια ανοιχτά. Το σχολείο άρχισε να πετάει.

-Από ‘δω βλέπω το μέλλον μου. Ίδιο με κάθε άλλη μέρα τα τελευταία 87 χρόνια.

Δε θα με πείραζε να πάρουμε τα πόδια μας και να πάμε. Ανοίξαμε το πορτόνι, περάσαμε τα συρματόπλεγμα κι αρχίσαμε να ανεβαίνουμε στο μονοπάτι. Στα ανοίγματα των δέντρων έβλεπες τη θάλασσα και το επιβλητικό βουνό, αλλά εμένα πιο πολύ μου άρεσε να βλέπω πού άφηνες τις πατημασιές σου. Για να θυμάμαι ότι πήγαμε κι ότι δεν σταθήκαμε.

Το φως από το παράθυρο στο ρυτιδιασμένο πρόσωπό της. -Πόσες σε χάραξαν γραμμές τη ρώτησα; – Πολλές, αλλά καμία σε βάθος.

Από την τσάντα σου έπεσε μια φωτογραφία. Την είχες τραβήξει χωρίς να δω τί τραβάς. Ένας ξύλινος φράχτης και στ’ανοίγματά του η θέα του λιμανιού. Σαν να μου αποκαλύφθηκε μια υπέροχη αλήθεια στα μάτια μου. Κι ένιωσα όπως τότε στο τελείωμα του »Άγγλου ασθενή», όπου η Ζιλιέτ Μπινός καθισμένη στην καρότσα του φορτηγού κυνηγαέι τον ήλιο που τρέχει ανάμεσα στα δέντρα. Γραμμές – γραμμές από ψηλά δέντρα και για λίγο ο δίσκος του ήλιου να χάνεται και να εμφανίζεται, σαν ένα παιχνίδι της ζωής, σαν μια αίσθηση ελευθερίας και πιθανότητας. Και βλέποντας το στάλαξε μέσα μου. Θέλω να δω γραμμές – γραμμές – γραμμές και καμία ευθεία.

Advertisement