Έρχομαι. Έρχομαι καιρό τώρα. Με μια αποσκευή βαριά. Έχω ρούχα, βιβλία, cd, έχω λίγο ιδρώτα στην πλάτη και πέντε καινούρια πρόσωπα. Κάποτε από κάπου έφυγα. Μέσα σε μια νύχτα. Κάποτε από κάπου θα φύγω. Μέσα σε τρεις μήνες. Κάποτε κάπου φεύγω και πάω. Κάποτε κάπου έρχομαι να μείνω. Μια αδιόρατη ένταση. Ποιος ξέρει πού πάω; Ποιος ξέρει από πού έφυγα; Ακούω. Ακούω για σκουριά στους τοίχους και υγρασία κάτω από το νεροχύτη. Ακούω. Ακούω για ένα καινούριο σαλόνι και για μια βιβλιοθήκη με ράφια. Στέκομαι και ακούω. Η Βιτάλη τραγουδάει Σαββόπουλο. Πού πας παλληκάρι; Ωραίος σαν μύθος. Άραγε ήρθα ή έφυγα ωραίος;
Είδα χτες μια παλιά ταινία. Όποιος φεύγει προδίδει. Όποιος του φεύγουν, προδόθηκε. Πήγε να την πάρει. Την είχε εγκαταλείψει χρόνια. Την άφησε. Την πρόδωσε. Τωρα ξαναήρθε. Επέστρεψε. Για να χαθεί το μέτρημα των θλίψεων. Κι ηταν σαν να την πρόδωσε διπλά. Τον πρόδωσαν μετά. Τού έφυγαν. Τού χάθηκαν απ’τη ζωή. Στο μεσοδιάστημα αυτού του τεντωμένου σκοινιού, ήρθες, θα φύγεις, έφυγες, επιστρέφω, επέστρεψες, μένεις, έμεινες, έφυγες. Κι όλοι ήρθαν και πρόδωσαν κι όλοι έφυγαν και προδόθηκαν. Κι όλοι σκέφτηκαν. Αν θα σε προδώσω θα ζήσω, αν δε σε προδώσω θα με χάσεις.
Η πόλη είναι στεγνή. Άνθρωποι έρχονται και φεύγουν. Σαν να τραβάμε κάρτες σε μια τράπουλα. Σκότωσε το ρήγα σου για να μείνει δίπλα σου η ντάμα ή βάλε το βαλέ ενδιάμεσα στο καρέ και στόλισε τον με άσους για να έχει σταθερούς στόχους. Και μετά ανακάτεψε τους και ζήτα τους να σταθούν ο ένας αντίκρυ στον άλλο. Να περπατήσουν χέρι-χέρι αριθμοί και φιγούρες. Κάποτε έμεινα στο 5, στο 18, στο 84, κάποτε έζησα στις 18, στις 28, στις 6, κάποτε βαλές-ντάμα-ρήγας, κάποτε ντάμα-ντάμα-βαλές, κάποτε ο ένας πυροβόλησε τις καρδιές του και στηρίχτηκε στα μπαστούνια του. Κάποτε όλα αυτά μαζεμένα σε μια τράπουλα. Κάποτε ήρθαν και έφυγαν καλοτάξιδοι. Κάποτε σού βούλιαξαν το καράβι. Κάποτε το βούλιαξες αύτανδρο και έφυγες.
Άμα μια μέρα με πάρεις απ’το χέρι να δραπετεύσουμε από τη ζωή, θα είμαι στα φτερά σου ένας αέρας πρωινός και δροσερός, σαν να με γέννησε μια θάλασσα και να με μάζεψε μια ερειπωμένη ακτή. Άμα μια μέρα με πάρεις από το χέρι, με λίγο φως θα φωτίσω το στόμα σου. Μέχρι τότε θα έρθει και θα φύγει η θάλασσα, θα έρθει και θα φύγει ο κόσμος, θα έρθει και θα φύγει η ζωή. Στο μεσοδιάστημα όλα θα έρθουν και θα φύγουν.
πεδίον μου εστί ο κόσμος…
Καλησπέρα πάλι…
Τα πήρα ένα ένα με την σειρά τα ποστ …κι όσο πάω πιο κάτω τόσο πιο πολύ μου αρέσουν….όπως κι αυτό εδώ… μου άρεσε…μου άρεσε πολύ….είναι ταξίδι, είναι πεζός λόγος και ποίηση μαζί….
να’σαι καλά. μάλλον κι εγώ ακόμη δεν έχω καταλήξει προς τα πού να κοιτάζω.
Αν μου επιτρέπεις….είναι όλη η τελευταία παράγραφος…αν όχι σβήστο το σχόλιο….
απλά χωρίζω τις προτάσεις…
Άμα μια μέρα με πάρεις απ’το χέρι…
να δραπετεύσουμε από τη ζωή,…
θα είμαι στα φτερά σου ένας αέρας πρωινός και δροσερός….
σαν να με γέννησε μια θάλασσα
και να με μάζεψε μια ερειπωμένη ακτή…
Άμα μια μέρα με πάρεις από το χέρι..
με λίγο φως θα φωτίσω το στόμα σου….
Μέχρι τότε θα έρθει και θα φύγει η θάλασσα,
θα έρθει και θα φύγει ο κόσμος,
θα έρθει και θα φύγει η ζωή….
Στο μεσοδιάστημα όλα θα έρθουν και θα φύγουν.
Όπως έγραψα και στο σχόλιό μου πιο πάνω είναι πεζός λόγος και ποίηση μαζί…
Αν το καλοσκεφτείς όμως , αν απομονώσεις κομμάτια, είναι σκέτη ποίηση….
και τόσο όμορφη ποίηση…
(μην νομίσεις κάτι , δεν είμαι ειδικός…αποτυχημένος να γίνω ποιητής, κάνω σαν τους αποτυχημένους ηθοποιούς , που γίνονται κριτικοί τέχνης….)
αυτός που σχεδίασε το σκιτσάκι του αδέσποτου σκύλου θα χαιρόταν πολύ με το σχόλιό σου. κι εμένα πάντως μ’αρέσει πολύ αυτό που σκέφτηκες.
Reblogged στις Manolis.