Η πεταλούδα είχε τέσσερα ζευγάρια φτερά πολύχρωμα. ‘Ετσι τη φαντάστηκα. Σαν πολύχρωμο κοχύλι με ευαίσθητες καταλήξεις. Την ακολούθησα για όπου θα με έβγαζε σ’αυτή την πόλη. Την προτίμησα από τους άδειους ντενεκέδες και την άσχημη μυρωδιά των χαλασμένων σκουπιδιών. Πάντοτε ένα σκοινί μας δένει με έναν τόπο. Το σκοινί των αναμνήσεων. Η πεταλούδα άραγε τι αναμνήσεις να έχει από αυτή την πόλη; Ποιο λουλούδι είναι ο έρωτάς της και ποιος δρόμος της θυμίζει το ματαιωμένο της όνειρο; Μετά σκέφτηκα οι πεταλούδες δεν έχουν μνήμη. Και ξέρουν να γυρίζουν χωρίς να φοβούνται τι έχασαν και τι βρήκαν. Θα ήθελα να τη δέσω μ’ένα σπάγκο σαν τις πράσινες χρυσόμυγες. Μετά τής ζήτησα να είναι ελεύθερη.
Ο Οκτώβρης είναι μήνας αργός. Στέκομαι στην άκρη του κρεβατιού και διαβάζω. Κοιτάω κλεφτά έξω από το παράθυρο και βλέπω τις στέγες των απέναντι σπιτιών. Προσπαθώ να διακρίνω τους ήχους κι ακούω κορναρίσματα και χαλασμένες φωνές. Σαν χωνί ρουφάω τον κόσμο της γειτονιάς και σαν με μια μάσκα κρύβομαι μες στον κόσμο του βιβλίου. Κι εκεί που περπατάει μια μοναξιά στο δρόμο και χτυπάει τα παπούτσια της στην άσφαλτο εκεί κάποιος περιμένει να ξημερώσει για να φύγει ένα ταξίδι χωρίς γυρισμό. Κι εκεί που το γέλιο δύο έφηβων έχει αλλόκοτο ήχο εκεί μια βελόνα ανεβοκατεβαίνει στα σπλάχνα ενός ανθρώπου για να τού τρυπήσει την καρδιά. Κι εκεί που ακούς στην τηλεόραση ήχους από ψεύτικες δηλώσεις μια κομμένη μοσχαροκεφαλή γεμάτη αίματα ορίζει το τέλος και την άγρια εκδίκηση. Και μετά ησυχία. Θα ήθελα ίσως και έναν ήχο πιάνου να παίζει αργά το βαλς εκείνου του πρωινού.
Τώρα κόβει με κοπίδι τα χαρτιά. Βλέπω πολλά χρώματα και πουλιά να πετούν ολόγυρα. Τώρα βρίσκεται κάτω από ένα κουνουπίδι. Το κουνουπίδι είναι φυτό πράσινο κι εκείνος φοράει ριγέ πολύχρωμες κάλτσες κι έναν κόκκινο σκούφο. Μια φορά πληγώθηκε από τα πλάσματα του δάσους. Μια φορά ανέβηκε στη σχεδία και διέσχισε τα νερά της λίμνης. Μια φορά τόν είδα να διασχίζει μια γέφυρα στη Φλώρινα αφήνοντας πίσω του πετρόχτιστα σπίτια και μια μεσημεριανή ομίχλη. Μια φορά τόν είδα να περπατάει στους διαδρόμους μιας φυλακής και να απαγγέλλει στίχους από το Σαίξπηρ. Μια φορά τόν είδα εδώ δίπλα. Τώρα βρίσκεται κάτω από ένα κουνουπίδι. Τι ωραία και ταιριαστή θέση!
Σε κάθε στάση υπάρχει και αντίσταση. Σε κάθε σπασμένη στάση υπάρχει μια σπασμένη αντίσταση. Περπατήσαμε στους άδειους δρόμους μετά την πορεία. Το τζάμι της στάσης σπασμένο και η ατμόσφαιρα βαριά από τα χημικά. Το τζάμι της στάσης θρύψαλλα. Μέσα μια αφίσα από τη Λίμνη των κύκνων, πολύ μεγάλη. Είπες να την πάρουμε μαζί μας. Ένιωσα σαν να βλέπαμε ένα κοπάδι κύκνους να φοράνε άσπρες μάσκες και να προσπαθούν να αναπνεύσουν στις άκρες της λίμνης. Από δίπλα τους ήχοι από καπνογόνα και πέτρες που πέφτουν σε γυάλινες επιφάνειες. Οι κύκνοι παγιδευμένοι μέσα σε ένα μολυσμένο σύννεφο προσπαθούν να ανοίξουν τα μαυρισμένα φτερά τους. Κάποιοι από αυτούς πέφτουν λιπόθυμοι και το κάστρο αρχίζει να γκρεμίζεται. Κομμάτια ντουβάρια πέφτουν στα νερά της λίμνης και δημιουργούν δίνες και ομόκεντρους κύκλους. Αγωνίζομαι να περάσω το χέρι μου μέσα από το αδιαπέραστο τζάμι. Στο τέλος οι κύκνοι ξεψυχούν και τα ισχνά τους σώματα ξεχύνονται μέσα από το χαρτί και γεμίζουν με ένα μαύρο πηχτό ζουμί τα πλακάκια του πεζοδρομίου στην Πανεπιστημίου. Και μοιάζει με αυτόν ο βούρκος που πατάμε τα πόδια μας.
Με κούραση στα πόδια καθήσαμε να μιλήσουμε στο τραπεζάκι του μαγαζιού. Γύρω μας τριγυρνούσε ο Μπλόντι και μάς έγνεφε με το πόδι του για να τού δώσουμε σημασία. Μετά στάθηκε στα δυο του πόδια και κοιτούσε τα τρένα που περνούσαν. Με ρώτησε : » Τι ώρα ;». Απάντησα : »Τώρα. Είμαι έτοιμος ». Και τα τρένα περνούσαν.
Θα είναι μια τέλεια γραμμή για να φτιάξω. Θα την κόψω σωστά και θα τη βάλω στη ζωή μου. Θα περπατώ πάνω της και τα πόδια μου θα φέρνουν πίσω-μπρος τη νοητή προέκταση της. Είπε και χτύπησε το κουδούνι του σχολείου. Κι όπως κατέβαινε τα σκαλιά για να μπει στην τάξη είδε ένα ράγισμα στον τοίχο. Άρχισε να αγγίζει την αρχή της ρωγμής. Σκέφτηκε πως ο χρόνος ένα βράδυ πέρασε από εδώ. Κρατούσε ένα σφυρί και μια βαριοπούλα. Χτύπησε με δύναμη τον τοίχο και τού άφησε μια πληγή. Και μετά θυμήθηκε μια γραμμή σε μια θάλασσα του Οκτώβρη. Κουρασμένη από τον ήλιο του καλοκαιριού και χωρίς αντιηλιακή προστασία η θάλασσα τής φαινόταν ρυτιδιασμένη και γερασμένη. Κακοήθες μελάνωμα στο βυθό της ένα μαύρος βράχος που φάνηκε να ξεχωρίζει. Είσαι μια κουρασμένη θάλασσα, της είπε το κορίτσι. Και άγγιξε με πολλή προσοχή την άκρη του νερού σαν να ακουμπούσε με προσοχή τα μαλλιά και το μέτωπο ενός πτώματος στο νεκροτομείο. Οι συμμαθητές της, γελώντας, την βρήκαν με κλειστά τα μάτια να χαϊδεύει έναν ραγισμένο τοίχο.
Σ’έναν τέλειο χρόνο -εκτός και πέρα από οποιαδήποτε συνθήκη- υπάρχει μια κοιλάδα. Παιδιά ανέμελα παίζουν στο χορτάρι και τρώνε φρούτα. Μετά γεμίζουν τις ποδιές τους με κεράσια και τα ζουλάνε με δύναμη μέχρι που η ποδιά να γίνει κατακόκκινη και να βάψουν με αυτή τα χέρια τους και το πρόσωπό τους. Μετά κυλιούνται στο χορτάρι και η ποδιά τους γίνεται καταπράσινη. Σαν πέφτει ο ήλιος μπορείς να τά διακρίνεις από τον πολύχρωμο λεκέ των ρούχων τους. Σ’έναν κανονικό χρόνο, πήγα σπίτι της να τήν συναντήσω. Φορούσε μια μαύρη μπλούζα και ένα μαύρο παντελόνι και την αγκάλιασα από χαρά. Όταν αρχίσαμε να μιλάμε ένιωσα πως δεν μπορώ να της κρυφτώ. Ζούληξα την ψυχή μου και βγήκε ένα υγρό που το ένιωσα να στάζει στους καναπέδες και στο πάτωμα. Ζούληξε την ψυχή της και ένιωσα να βγαίνουν κόκκινοι χυμοί από τα μάτια της. Μετά κυλιστήκαμε στο χορτάρι και αφήσαμε τις πράσινες παραφυάδες και τα ζιζάνια να χαϊδέψουν τις χαίνουσες πληγές. Όταν πήγα στη στάση να πάρω το λεωφορείο μπορούσα να τη διακρίνω στον τέταρτο όροφο να κοιμάται ήσυχη σε ένα πράσινο φόντο.
-Ποια είναι, πεταλούδα, η μνήμη σου;
-Έσενα, μάσκα, ποια είναι η ζωή σου;