Σήμερα που είσαι και που είμαι. Σήμερα που έχει φρένο και γκάζι και απότομη στροφή σήμερα είναι που υπάρχει ένα έμφραγμα στους δρόμους και μια πικρή γεύση στον ουρανίσκο και ένα ιδιωτικό χρέος στον ουρανό. Και σκέφτεσαι τί είναι καθημερινότητα και τί σημαίνει να κόψω. Να κόψω από ποιο κομμάτι της σάρκας μου και να δώσω ποιο προσωπικό μου χώρο. Και λες ότι με πήρε ξώφαλτσα αυτή η σφαίρα της κρίσης κι εγώ σε όλη αυτή τη μίζερη αυλή βρήκα ένα λουλούδι δικό μου κι από  όλες τις ασώματες κεφαλές διάλεξα ένα ολόκληρο παζλ με αισθήματα, με παρελθόν, με νεύρα, με ελαττώματα, με ένα δικό του βλέμμα. Κι  αυτό το λουλούδι με πήρε στο βάζο του και τού έγινα νερό και μού έγινε στολίδι. Και μετά αγχώνεσαι με τις παύσεις στο δρόμο και στα λόγια των άλλων, σταματάς στην άδεια τζαμαρία του γραφείου που τής έφυγε η ζωή, θυμώνεις για την αδιαφορία αυτών που αδιαφόρησες γι’αυτούς στη ζωή σου, βλέπεις ένα μέλλον που έρχεται τόσο αργά αλλά χτυπάει με τέτοια δύναμη, κρατιέσαι από ξένα χέρια κι ανοίγεις ξένους λάκκους και ζητάς να φωνάξεις πώς μες σ’αυτό το παραλήρημα υπάρχει αυτό που άνθισε μέσα σου και μια ιδιωτική ζωή που είναι πιο σπουδαία από μια δημόσια ζωή κι ότι μπορεί να σε κάνει περήφανο αυτό που έδωσες στον ένα, αλλά στερείς από το διπλανό σου.

Kι ύστερα θυμάσαι έναν επαρχιακό δρόμο που διάβαζες στα βιβλία τα παιδικά κι έλεγε ιδιωτική οδός και δημόσια οδός. Ιδιωτική οδός. ‘Αλλοτε για να ντρέπεσαι κι άλλοτε για να τη φωτίζεις με τα λυχνάρια και τους φακούς των ματιών σου. Σαν παραπόταμος που καταλήγει στο μεγάλο ποτάμι της θάλασσας. Αφουγκράσου τήν και γίνε αυτή. Κι αν στις μέρες που θα’ρθουν γκρεμίσεις το φράχτη και περάσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα από το μονοπάτι στη δημοσιά το κέρδος θα είναι η φλογισμένη θάλασσα που θα ξεχυθεί πάνω σου σαν ορμητικός χείμαρρος. Κι αν στις μέρες που θα ‘ρθουν υψώσεις πιο ψηλούς τους φράχτες και καρφώσεις φαρδιά-πλατιά την πινακίδα »κανείς να μην τολμήσει να περάσει» , τουλάχιστον βάλε τα παιδικά σου  πέδιλα και με τα καλά σου ρούχα καλλιέργησε την αναπηρία σου με εργαλεία φρεσκοαγορασμένα, έτσι που να βλέπουν όλοι ένα καθωσπρέπει τριαντάρη να τρεκλίζει πάνω στα στενά του παπούτσια. Κι αν τέλος πάντων ποτέ δε σε κέρδισε ούτε η ιδιωτική οδός, αλλά ούτε η δημοσιά, κρατήσου σφιχτά από τα κάγκελα του φράχτη κι όπως πατήσεις με τα πόδια γερά πάνω στο ξύλο και με τα χέρια ανοιχτά σταθείς με το κεφάλι ανάποδα προς τα κάτω, πες πως είναι όλα αυτά ένα καλειδοσκόπιο που γύρισε και θέλει φόρα για να ξαναγυρίσει και μέχρι να σου ανέβει το αίμα στο κεφάλι νιώσε πως αυτή είναι μια στάθμη που ανεβαίνει και που ή θα τής δώσουμε ρότα ή που θα μας πνίξει μαζί της.

Advertisement