Είναι που από το διάδρομο φεύγουν ξυπόλητες οι σκέψεις.

Τακ – τακ σ’ έναν άδειο τοίχο. Κι ακροπατεί η θάλασσα και φεύγει γύρω σου.

Κι ύστερα που σαν ανάμνηση φέγγει ο διάδρομος.

Ανάβει, σβήνει το φως.

Ανάβει σβήνει μια αυλαία τραβάει το δίχτυ τινάζεται φεύγει.

Και πέφτουν στο πάτωμα τα νεκρά σου λέπια.

Με είδαν οι ξεχασμένες σου θάλασσες. Στο δρόμο με συνάντησαν.

Με είδαν τα μάτια του καλοκαιριού. Στο βράχο μου χάραξαν.

Σαν ξάστερος ουρανός λυτρώθηκα και έκαψα το όριο.

Καίγομαι καίω αναφλέγομαι.

Λέξεις λέξεις και τίποτα άλλο.

Και έλα σ’αυτό που έχασες.

Κράτα μου το χέρι.

Αργοπατώ και ο διάδρομος τρίζει.

Τακ – τακ πέφτουν τα ντουβάρια και το σαράκι που έφαγε τα ξύλα.

Με είδαν οι πόρτες σου που τρίζουν.

Με είδαν τα παράθυρα με το ξύλο που έχει σκάσει.

Με είδαν. Στο δρόμο με συνάντησαν.

Και τώρα είναι που σαν χειμώνιασε άνοιξα.

Και τώρα είναι που σαν ν’ακούμπησες ρίγησα.

Στο διάδρομο κρατάω μια λάμπα ψηλά.

Βλέπω τα καράβια στους πίνακες και ένα κορίτσι τυλιγμένο σε μαντήλια.

Η Αλίκη στην χώρα των θραυσμάτων.

Τακ – τακ ο χτύπος από τα σπασμένα ντουλάπια.

Με είδε ο κατεστραμμένος πάγκος και η σάπια υδρορροή.

Με είδε το πλακάκι που έφυγε και η πληγωμένη από το πριόνι δάφνη.

Με είδαν. Στο δρόμο με συνάντησαν.

Στο διάδρομο απέραντη ροή.

Φεύγουν κι έρχονται πράγματα.

Έρχονται και φέυγουν ζωές.

Τακ τακ ο ήχος από το ακρωτηριασμένο έπιπλο κι απ΄τις σακούλες που ξεχειλίζουν.

Κι είναι που αυτό όρισα και σ’αυτό ήρθα.

Και μετά που πάνω σ’αυτό γλίστρησα.

Και που αδιόρατες οι θλίψεις καθισμένες σε καρέκλες της τραπεζαρίας μου γνέφουν πίνοντας τον τελευταίο καφέ. Της παρηγοριάς. Και του αντίο.

Εκτός σχεδίου. Εντός.

Με είδαν. Σε είδαν. Και δεν υπάρχει πια καμία δικαιολογία.

Advertisement