Τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά. -Πού είσαι; Μου φάνηκε αιώνας. Περίμενα κάτω από μαρκίζες, από ομπρέλες, από μαγεμένα κλαδιά. Σαν να μην πέρασε μια μέρα μετά, στέγνωσε όλο το πάτωμα με το σφουγγάρισμα και άστραψε το ματ βερνίκι και το χρώμα του ξύλου γυάλισε. Ακόμη χτυπάει σαν δαιμονισμένο το ρολόι που έχεις στο μπάνιο. Κι αυτό το ξυπνητήρι σου που χτυπάει το δικού μου πάντοτε δυό λεπτά νωρίτερα. -Πού είσαι; Αιώνας μου φάνηκε.

Τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά. Χρόνος. Κάποτε αν ζούσα στην Κίνα θα γιόρταζα σήμερα το 3120. Κάποτε αν ζούσα στο Βυζάντιο θα γιόρταζα σήμερα το 2837. Κάποτε αν ζούσα, θα έλεγα να ξεκινήσω από το μηδέν. Σύμβαση ο χρόνος που δε γυαλίζει από τη θαμπάδα. Επιλέγω και ζω το ένα, το δύο, το τρία, όταν είναι ένα, και δύο, και τρία. Και έτσι λέω να μηδενίσω και να πάρω πίσω το χαμένο χρονοδείκτη.

Τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά. Έχω ανάγκη να σταματάω και λίγο. Κάποτε ένας φίλος είπε ότι ήθελε να γράψει ένα κείμενο που να λέει : »σταματήστε το χρόνο να κατέβω». Κάποτε μια φίλη μού έγραψε  στον υπολογιστή ότι μού έστειλε τα ποιήματά της από μια ολοκληρωμένη της ενότητα. Και τώρα αυτά κάθονται σαν να πάγωσαν το χρόνο και περιμέναν να γίνουν ένα όλο με το χρόνο που θα ζήσω. Κάποτε θα άφηνα το χρόνο να φύγει. Κάποτε θα πάγωνα το χρόνο. Η ανελαστική μου σχέση μαζί του μ’ έκανε και ανελαστικό στη μνήμη. Ποτέ δε θα θυμηθώ τι ώρα θα πάρεις το χάπι.

Τρία, τέσσερα, πέντε λεπτά. Χρόνος. Γιορτή και αργία. Ίσως και η μεγαλύτερη μου ενθάρρυνση. Τώρα τον μετρώ με λεπτά, παλιότερα με ημερομηνίες. Και έτσι τον έχω πιο ακριβό και πιο λίγο μέσα μου. Αγάπησα τα λεπτά γράμματα, τις λεπτές χειρονομίες, τις λεπτές αποχρώσεις και τις βαριές αγάπες. Και έτσι αγάπη είναι το λεπτό που πριν σε αγαπήσω περισσότερο, σε έχω αγαπήσει ήδη. Και ετσι χρόνος είναι που ένα, δύο, τρία, τριακόσια εξήντα πέντε τελειώνει σήμερα. Και έτσι σήμερα είναι για μένα η τελευταία μέρα του χρόνου. Του πρώτου; Του χρόνου; Σύμβαση λες κι αυτή η ημερομηνία; ‘Ισως. Αλλά με διάρκεια χρονική.

Advertisement