Διεκδικώ μια παύση. Οσμίζομαι τον αέρα της μέρας και τους θόρυβους των ήχων. Σε μια ζωή στηρίζομαι και σκάβω στο λάκκο της. Κάθε λέξη τίποτα, αν δε γίνει ζωή. Και κάθε ζωή τίποτα, αν δεν την έφτιαξαν κι οι λέξεις. Κάτσε μαζί μου στο παράθυρο, θα σου πει η φωνή σου. Για να δεις τον κόσμο πρέπει να νιώσεις τη στιγμή. Διεκδίκησε μια παύση.
Κάποτε θα είναι εύκολο να έρθεις σπίτι και να πιούμε καφέ καθισμένοι στον καναπέ. Ο τρόπος που σηκώνεις το φλυτζάνι, ο τρόπος που ανάβεις το τσιγάρο, ο τρόπος που κοιτάς έξω από το παράθυρο. Ο κόσμος σου διεκδικεί έναν χώρο μες στο σπίτι και το ταίριασμα μοιάζει θαυμαστό. Μετά το σπίτι γυρίζει ανάποδα και πέφτουν όλα μέσα από τις τσέπες σου. Ανοίγω στο πάτωμα τις ομπρέλες και μαζεύω όλα αυτά που πέφτουν. Και μόλις το σπίτι ξαναγυρίσει στη θέση του με μια μαγική κίνηση βγάζω το καπέλο από το κεφάλι μου και στα δείχνω όλα εκεί. Διεκδικώ το παρελθόν σου, είπε.
Χτυπάει με βιασύνη τα νούμερα. Μετά σταματάει να χαζέψει τη σάλα. Άνθρωποι κάθονται στη σειρά στις καρέκλες και κρατούν χαρτάκια με νούμερα. Ήχοι από φύλλα που σκίζουν, μεταλλικοί ήχοι από κέρματα που μπαίνουν και βγαίνουν από τη θέση τους, ο επαναλαμβανόμενος ήχος του τηλεφώνου. Κατεβάζει τα γυαλιά της και τους κοιτάει. Βλέπει μια γέννα δύσκολη και ένα νεογέννητο μωρό στο πάτωμα να αρπάζει τον ομφάλιο λώρο και να χτυπάει με δύναμη τα πρόσωπα των καθήμενων. Και μετά σαν χάρτινος πύργος ή σαν πολύχρωμο ντόμινο ο ένας πέφτει πάνω στον άλλο και γκρεμίζονται από τη σειρά με τις μπλέ καρέκλες. Σηκώνεται, ανάβει ένα τσιγάρο και το πετάει, χωρίς να το σβήσει, πάνω τους. Έπειτα ξαναγυρίζει στο γραφείο και πατά με βιασύνη τα νουμερα. Διεκδικώ την απάθειά σας, μουρμουρίζει.
Είχε ένα χρόνο περίπου να τη δει. Συνάντηση έξω από το μετρό του Μεταξουργείου. Κρύο πολύ και η ώρα περασμένη. Την αγκάλιασε με αμηχανία. Ίσως και με αβεβαιότητα. Για το συναίσθημα που έρχεται και φεύγει. Μετά περπάτησαν με τα πόδια ως την παραλία της Θεσσαλονίκης. Εκεί είχαν ακούσει ένα βράδυ τη Νένα Βενετσάνου. Και τώρα μέσα από τα μπουρδέλα του Μεταξουργείου και τη ρυτιδιασμένη όψη των δρόμων προς εκείνη πήγαιναν. Άνοιξαν την πόρτα του μαγαζιού και κάθισαν στο πρώτο τραπέζι. Η Βενετσάνου ανέβηκε στη σκηνή. Η Θεσσαλονίκη και η Αθήνα ήρθαν τόσο κοντά , τα 25 μας με τα 40 μας έγιναν κουβάρι, σαν τη φοιτήτρια που γνώρισε την κοίταξε στα μάτια. Μια αδιόρατη συγκίνηση γύρω από ένα τραπέζι ενός ήρεμου μαγαζιού. Θα ήθελα με τη φωνή τους να τραγουδήσω τα μάτια τους. Και ίσως αυτό το χάραγμα στο βλέμμα. Διεκδικώ ένα αίσθημα που χάθηκε, της είπε.
Μες στα κρύα πεζοδρόμια, βρώμικα από το χρόνο, τού αρέσει να βρίσκουμε στοές και να περνάμε μέσα από αυτές. Δεν ήξερα ότι το κέντρο της Αθήνας έχει τόσες στοές ούτε είχα φανταστεί ότι μπορεί να κρύβουν μια μελαγχολική ομορφιά. Άλλες μπορεί να βγάζουν σε αίθρια άλλες δεν έχουν έξοδο διαφυγής. Όταν βγαίνεις από μια στοά σε ένα αίθριο, έχεις την αίσθηση που έχει αυτός που βρίσκεται κάτω από το νερό για πολλή ώρα και ανεβαίνει στην επιφάνεια να πάρει ανάσα. Όταν ανοίγει τα μάτια του, ο κόσμος μοιάζει πιο φωτεινός, συνήθως μ’ένα φως που τα μάτια είναι δύσκολο για πολλή ώρα να αντέξουν. Κι ο αέρας που εισπνέεις ,σου δίνει την αίσθηση μιας ζωής καινούριας. Έτσι με ένα βηματισμό, βγαίνεις από τη στοά στο αίθριο και αισθάνεσαι σαν να μπήκε στα πνευμόνια σου μια καινούρια ανάσα. Κοιτάς τον ουρανό και νιώθεις ότι είναι καινούριος. Ή σαν να εισέπνευσε μόλις τις πρώτες του αναπνοές . Διεκδικώ την ανάσα σου, είπε.
Τα παιδιά έχουν απλώσει τους κύβους πάνω στο τραπέζι. Ένα – ένα γραμματάκι και θα φτιάξετε μια λέξη, λέει με ήσυχη φωνή η δασκάλα. Το αγόρι αρπάζει τα γράμματα με βιασύνη και φτιάχνει τη λέξη »δημοκρατία». Το κορίτσι με ηρεμία γράφει τη λέξη »αστείο». Τήν κοιτάζει με μίσος. Πετάει τους κύβους της κάτω και διαλύει τη λέξη. Ισιώνει τα δικά του γράμματα και φέρνει τη λέξη του σε τέλεια ισορροπία. Το κορίτσι σηκώνει τους κύβους από το πάτωμα και γράφει τη λέξη »αστείο». Τήν κοιτάζει με οργή. Παίρνει τους κύβους της και τους καταστρέφει. Επιδεικτικά στη συνέχεια τους πετάει στο πάτωμα. Το κορίτσι ατάραχο βγάζει το λαστιχάκι από τα μαλλιά της και τα αφήνει ελεύθερα. Τον κοιτάζει στα μάτια και του βγάζει τη γλώσσα. Βάζει τα χέρια της γύρω από τ’ αυτιά και του τα κουνάει. Τήν κοιτάζει με μάτια έτοιμα να εκραγούν. Αρπάζει ένα μαχαίρι και της κόβει το κεφάλι. Το κεφάλι ατάραχο με τα ίσια μακριά μαλλιά κείτεται στο πάτωμα. Ξαναγυρίζει στους κύβους του. Σταματά για μια στιγμή και ακούει γύρω του ησυχία. Γυρίζει το κεφάλι του και βλέπει όλους του τους συμμαθητές να έχουν σχηματίσει με κυβάκια τη λέξη »αστείο». Μένει ανήσυχος. Το κουδούνι χτυπάει. Υπάρχουν χίλιοι τρόποι να κάνεις ανήσυχο αυτό που νομίζει πως υπάρχει, λέει η δασκάλα στα παιδιά. Διεκδικήστε αυτό που καθιστά τους άλλους ανήσυχους.
Είμαι στο όριο, σκέφτεται συχνά. Να ζητήσω ή να μου το δώσουν; Να πω το θέλω ή να μου πουν στο έφερα; Οι φίλοι μου μού λενε ότι πάντα διαλέγω το δεύτερο δρόμο. Δεν έχεις μάθει να διεκδικείς. Να ορίζεις το χώρο σου. Κάποιες φορές τους ακούω με προσοχή. Κάποιες φορές νιώθω σαν να μην έχω άλλο δρόμο. Σαν αυτόν να διάλεξα στη διχάλα του δρόμου και τώρα να μην ξέρω πώς να γυρίσω πίσω. Ίσως και με περισσότερς κακοτοπιές ο δρόμος αυτός. Πάντοτε όμως θα ακουμπαώ στον ώμο αυτών που μου είπαν : »στο έφερα ». Σύνθημα της εποχής. Διεκδίκησε. Ζήσε. Να διεκδικώ για να ζήσω; σκέφτεται περπατώντας. Όχι, θα του απαντήσει το γκράφιτι στον τοίχο. »Να διεκδικείς να ζήσεις».
Reblogged στις vequinox.