Στα μισά του δρόμου. Αργοπορημένο ραντεβού. Μια κίνηση αργή να σταθείς στο πλάι και να τινάξεις το νερό κάτω από την ομπρέλα. Μάτια με μάτια και φως με φως. Αγαπώ τις αντανακλάσεις που θα μείνουν στο τζάμι του μυαλού μου. Νύχτα τη νύχτα, πόντο τον πόντο που κέρδισα, πόντο τον πόντο που κολυμπησάμε. Ανοίγω το βιβλίο και διαβάζω. Κατεβάζω την εικόνα από το πατάρι. Νύχτες να βρέχει και να τρέχει στο δρόμο μια εικόνα. Νύχτες να βρέχει στον κόσμο και να έρχεται ο δρόμος – εικόνα – μέσα μου. Κόκκινη λεπτομέρεια στο ρούχο και στα μαλλιά μια ιδεά φωτεινή. Θα είναι το ράγισμα πιο βαρύ,όταν το αισθάνονται δύο πιστεύω. Λέω και λέω, μίλησα παντού, τα είπα και ξεθύμανα. Έβαλα τέλος. Κι έβαλα τα καλά μου ρούχα. Καινούριος αμνιακός σάκος .Περίβλημα για τη δική μου αλήθεια. Θα είναι κι αυτό ένα άλλο φινάλε. Κάποια μέρα η ζωή θα φέρει το  βηματισμό μου σ’έναν χώρο καινούριο, σ’ένα σπίτι άδειο, απάτητο. Όχι από νοσταλγία. Από επιλογή. Όχι για άλλο ένα γύρο. Για να μείνει απλώς μια μικρότερη γρατζουνιά στον τοίχο. Ή για ένα ραντεβού σε μια καλοκαιρινή ταράτσα με γλάστρες που φύτεψα. Και θα διαλέξει ο ήχος τη μουσική. Το πρώτο τραγούδι που θα ζητήσω να  βάλουν θα είναι σίγουρα το » … και δικαίωμα δεν έχω πια να σ’αγαπώ».

Advertisement