Το κέρμα έχει δύο όψεις. Όσες και το κράσπεδο. Από τη μια λείο και αλφάδι από την άλλη τραχύ – έφαγες το πόδι σου τις πρόαλλες – να, κοίτα μου λες την ώρα που έπινα το τσάι. Και τα δύο μέρος του ίδιου κόσμου. Σηκώθηκα, τράβηξα λίγο την κουρτίνα, τα ρούχα να στεγνώνουν στην απλώστρα. Θέλω τον έλεγχο, σου είπα. Κοιταχτήκαμε χωρίς να μιλήσουμε. Επτά μέρες μετά είχες ξαναχτυπήσει στο κράσπεδο.
Μύχια σκέψη. Ώρες ώρες πιο θελκτική κι από άρρητη επιθυμία. Ο έλεγχος των άλλων. Ορίζω την επιθυμία κι αποζητώ να μου φέρεις όλα τα κόκκαλα στο φράχτη μου. Τα θάβω ένα – ένα και μετά στα ξεθάβω σε ανύποπτες στιγμές , στα στολίζω με φιόγκο και στα παρουσιάζω σαν τα νέα σου δώρα. Κοιτώ και υπολογίζω. Πόσα πότε ποιος. Και μετά τοποθετώ σε κουτιά. Με ξεπλήρωσαν γι’αυτό.
Είμαι το κουρδιστό πορτοκάλι τα τελευταία τριάντα δύο χρόνια. Δεν χρειάστηκαν αόρατοι εχθροί και συνομωσίες για να ελέγξουν το μυαλό μου. Μού το έλεγξαν άνθρωποι με καλές προθέσεις, συναισθήματα, φόβοι, κόμπλεξ κατωτερότητας. Που γίνεσαι καλό παιδί για να κρύψεις τη ζήλεια σου γι’αυτά που οι άλλοι καταφέρνουν εύκολα ενώ εσύ μόνος σου και δύσκολα, που κρύβεσαι σε λαγούμια για να νιώσεις ασφάλεια και μια βραδιά τα γκρεμίζεις από πάνω σου με απίστευτη βιαιότητα και μίσος , που ακόμα ελπίζεις στην καλοσύνη των ξένων. Έλεγξες και ελέγχτηκες. Γι’αυτό ακόμη μέσα σου δεν έχεις ησυχάσει. Κι όμως χτες το βράδυ που το πιάνο ξανανέβηκε στο σπίτι και κάθισες να παίξεις επειδή στο ζήτησα κι εγώ ακουμπισμένος στη γωνιά σε κοίταζα, ένιωσα να ελέγχω απόλυτα τη συγκίνηση μου. Κι όταν σε ρώτησα »αυτό το κομμάτι δικό σου είναι;» και μου απάντησες » ναί, η σονάτα του σεληνόφωτος είναι δικιά μου », γέλασα αναλογιζόμενος το μέγεθος της άγνοιάς μου και νιώθοντας την ελευθερία της σαχλαμάρας μου. Που αν την πεις δεν έγινε και τίποτε και που δε θα σε κρίνουν γι’αυτήν. Και πήγα αμέσως το παράθυρο να δω αν πότισες τα κυκλάμινα και τα ζουμπούλια , οι μόνες ζωές που θα ήθελα να ελέγχω.