Είναι καιρός που θέλω. Άρπαξα τη θάλασσα με την απόχη μου και τρέχω. Στα σπίτια, στους δρόμους, στις γιορτές, φίλοι που με είδαν κι άλλαξα, δεν έχω πιο πάνω, δε χρειάζομαι πιο πάνω. Περπάταγα στο δρόμο γρήγορα, πού θες να φτάσεις άδειος, περπατάω στο δρόμο γρήγορα, θέλω κι άλλα να δω. Ώρες ώρες στέκονται οι δρόμοι και με βλέπουν. Μια σακούλα σουπερμάρκετ, ένα γαλάζιο κουτί με αποδείξεις, δυνατά ο ήχος από τους Radiohead στο ξυπνητήρι, ένας πίνακας με σκεβρωμένο ξύλο που τινάσσεται προς τα έξω και τραβάει και τον τοίχο μαζί του στα μέσα του σαλονιού, μικρό οικιακό βασίλειο. Στο σπίτι που έρχεσαι και θέλεις να βουλιάξεις μέσα σε αυτό, εκεί αισθάνεσαι τον τόπο σου. Όπου δεν το ένιωσες αυτό, δε ρίζωσες πραγματικά. Τόπος. Δε θα ξεχάσω το βράδυ του Φλεβάρη που ήρθε και με πήρε με το αυτοκίνητο, ένα  τηλεφώνημα, αστραπιαία απόφαση. Και έφυγα από ένα σπίτι που δεν το έζησα και δε με έζησε, ούτε δάκρυα ούτε ιδρώτες ούτε ανάσες ούτε ευθύνη, έφευγα με το κόκκινο αμάξι και το σπίτι πίσω, χάρτινος πύργος ,βούλιαζε στην άμμο. Μα είναι ο τόπος μου σβηστός. Ποια πατρίδα σε διώχνει και ποια σε χρειάζεται. Λίνα. Τήν αγάπησα πολύ. Πάντα μού στάθηκε τόπος μου. Κάποτε σκεφτόμουν τι σε γλιτώνει από την τρέλα. Σίγουρα με το χρόνο κατάλαβα. Τα μπαστούνια σου, όταν πατάνε στέρεα σε γη. Σε όποια. Αρκεί σε γη. Κι αυτό είναι πατρίδα. Πια δε με τρομάζουν όλοι οι άνθρωποι. Μόνο οι απάτριδες άνθρωποι. Αυτοί που δεν στηρίχτηκαν κάπου αληθινά γιατί πουθενά δεν ένιωσαν σαν να γεννήθηκαν γι’αυτό. Κι είναι τώρα με μια αμφιβολία, στο πουθενά. Πατρίδα λοιπόν. Πατρίδες. Χαμένες για άλλους, για άλλους νέα γη. Πατρίδα η Μοσχολιού όταν τραγουδά το »Νυν και αεί», πατρίδα ο Πολίτης που έγραφε »Στου Χατζηφράγκου» για μια κόκκινη καμέλια, πατρίδα το τραπέζι του Γρηγόρη εκεί στο βάθος στις  3.15, πατρίδα να γελάσω και να κρατήσω την κοιλιά μου από τα γέλια. Για όλα αυτά χωρίς χάρτη πια.