Tη μέρα που παίρνω σοβαρές αποφάσεις για τη ζωή μου, να χάσω κιλά, να κόψω το τσιγάρο ή τουλάχιστον να το περιορίσω, να βάλω σε μια τάξη τα οικονομικά μου , ξεκινάω με μία πολύ δυνατή ορμή για τις πρώτες δύο ώρες. Περνάω αδιάφορα μπροστά από την κουλουρτζού, που είναι έξω από τη δουλειά, ρίχνοντας μια λοξή και υποτιμητική ματιά στα τυροκούλουρα, παραγγέλνω τον καφέ με μισή κουταλιά μαύρη ζάχαρη και κάθομαι στο γραφείο προσπαθώντας να υπολογίσω πόσα λεφτά μου απέμειναν μέχρι το τέλος του μήνα και πού να πρωτοδώσω. Μετά περνάει η ώρα στη δουλειά , άλλοτε κοιτάζω έξω από το παράθυρο τα καράβια που πηγαινοέρχονται στο λιμάνι του Πειραιά άλλοτε καμαρώνω τη Φυλλαρέτη που ήταν μικρή γλαστρούλα όταν πρωτοήρθε στο γραφείο και , μετά βαφτίστηκε με αυτό το τόσο ταιριαστό της όνομα, μεταφυτεύτηκε και ενίοτε βγάζει και μικρά μανιταράκια, άραγε ποιο στρουμφάκι να κρύβεται από κάτω; Κι ύστερα θυμάμαι, σαν να υπάρχει στη σκέψη μου και στη θέλησή μου ένα κενό, τα πιο ωραία τσιγάρα που κάπνισα, τα πιο νόστιμα φαγητά που έφαγα, τα πιο αναίτια έξοδα που έκανα. Και πάω να καπνίσω στην κουζίνα.
Το μεσημέρι σχολώντας από τη δουλειά, στη στάση του ηλεκτρικού με πλησιάζει ένα αγόρι γύρω στα 25-30. Δεν είμαι ναρκομανής, μου λέει, με έδιωξαν από το σπίτι και δεν έχω πού να μείνω, έστω και πενήντα λεπτά. Τον κοιτάζω με στενοχώρια, γιατί δε βρήκες τη δύναμη;, σκέφτομαι, ποιος θα σε σώσει από τον εαυτό σου;, και αναλογιζόμενος το μέγεθος του κακού που μπορώ να του κάνω δίνοντας του χρήματα γυρίζω το κεφάλι σαν να μην άκουσα. Τον παρατηρώ να πηγαίνει και στους υπόλοιπους που περιμένουν στη στάση. Επιτέλους, έρχεται το λεωφορείο, λέω ανακουφισμένος.
Τη νύχτα που η Βασούλα είχε ξεκινήσει να παίρνει μαθήματα οδήγησης με τον Παναγιώτη για να βγει στους δρόμους, ξεκίνησαν από τη Σαλαμίνος, ανέβηκαν την Τσαλδάρη, τη Γρηγορίου Λαμπράκη, έφτασαν στην Πλατεία Σπάθα και είπαν από εκεί να κατεβούν προς την πλατεία Χαλκηδόνας. Στο τέρμα της 28ης Οκτωβρίου, η Βασούλα είδε ξαφνικά να υψώνεται ένας σκοτεινός όγκος μες στο δρόμο. Τρόμαξε, πάτησε απότομα φρένο. Το αυτοκίνητο σταμάτησε. Προσπάθησαν να διακρίνουν τη φιγούρα και αντί για κανένα χτυπημένο σκυλί, είδαν μια γυναίκα που είχε ξαπλώσει στη μέση του δρόμου. Η Βασούλα ταράχτηκε, έδωσε το τιμόνι στον Παναγιώτη και έφυγαν. Λίγες μέρες μετά μάθαμε ότι αυτή η γυναίκα συνήθιζε να ξαπλώνει συχνά στη μέση του δρόμου και οι οδηγοί καλούσαν την αστυνομία να τη μαζέψει. Όλοι της καταλογίσαμε το ακαταλόγιστο. Ένα βράδυ μετά από χρόνια, που ξανασυζητούσαμε το περιστατικό, η Βασούλα μου είπε ότι τελικά πέθανε,κάποιο βράδυ ένα αυτοκίνητο δεν πρόλαβε να σταματήσει μες στη νύχτα και την πάτησε. Νικήθηκε από την αδυναμία της, σκέφτηκα, ίσως και από την αδυναμία του μυαλού της. Και θυμήθηκα τη γάτα τη Βαγγελιώ-δεν-είσαι-εντάξει στο διήγημα του Σκαμπαρδώνη, που ενώ είχε έτοιμο φαγητό στο σπίτι, συνήθιζε ορμώμενη από το φυσικό ένστικτο και ίσως την ορμή για περιπέτεια , να πηδάει μπροστά στα αναμμένα φανάρια των κινούμενων αυτοκινήτων τη νύχτα προκειμένου να πιάσει τα έντομα που φαίνονταν να φεγγοβολούν στο νυχτερινό φως, ώσπου ένα βράδυ ένα αυτοκίντο την πάτησε. Aδυναμίες.
Όλο το σύμπαν συνομωτεί για να μην πετύχω τους στόχους μου. Θα βυθιστώ στην καταθλιψάρα μου, είναι και σίγουρο άλλωστε καταφύγιο. Μα να μην μπορώ να επιβληθώ στον εαυτό μου; Η κατάθλιψη είναι αρρώστια της πολυτέλειας θα μου απαντήσει με σιγουριά. Άμα είχες προβλήματα επιβίωσης , θα ασχολιόσουν νομίζεις με την κατάθλιψή σου και τις αδυναμίες σου; Δεν έχει κι άδικο. Έλα να πουμε τίποτ’άλλο να αλλάξουμε θέμα, να ξεχαστώ λίγο. Κάτσε όμως πρώτα να ανάψω κι ένα τσιγάρο που πάει με τον καφέ.
ποτέ μου δεν πίστεψα στις κοελικές παραινέσεις, δε θα κοιτάξω άλλο πρός τον ουρανό,πόνεσε ο αυχένας μου,γιατι βλέπεις το δικό μου βλέμμα ήταν εξ’αρχής προορισμένο για χαμηλές πτήσεις, ίσα ίσα να ξύνει το δρόμο και μετα να ξεκουράζεται και να γαληνεύει σε παγκάκια και ο πισινός μου έχει φάει μπόλικες κλωτσιές και ξέρει τη θέση του σ’αυτό το σύμπαν που μόνο κάποιοι ευκαιριακοί σαν τον Κοέλιο το παρουσιάζουν συμμαχό μας…