Σώμα που ξεκίνησες. Από τότε. Αίρεση οσμής και αίσθησης. Δεν μπορώ να γίνομαι. Από τότε. Με το κλειδί του σολ. Ξεκλείδωσε.

Στο δρόμο περπατάς και βλέπεις. Άγουρα, ώριμα, περασμένα. Φορτωμένα μυρωδιές κι απολαύσεις, άλλα τραχιά σαν άσφαλτος ξανασκαμμένη, σαν πηλός άλλα άμορφα. Από τότε. Άσχημα, έλεγε. Μόνο όσα χωρίς σχήμα για σένα. Δεν ξέρω πόσα θα ταίριαζαν απολύτως στις κλειδώσεις. Πονηρά στενά, δρόμοι. Βιολιά χωρίς δοξάρια, κλαδιά.

Άλλοτε με τη μέθη υποβρύχια, για βουτιά στα άδυτα, μετά καρέκλες να λυγίσεις και να γείρεις, πέτρες να καρφωθείς, χώματα. Χωρίς σχήμα. Από πότε;Αληθινή ορφάνια. Δίχως πλαίσιο. Μετά αγκαλιές, χειρονομίες, ζέστη. Σώματα που παίρνουν σχήμα κρεβατιού, πατώματος, σπιτιού, μιας βαλίτσας για να φύγεις, πού πας χωρίς σώμα, ήρθες να μείνεις, σώματα με σχήμα ζωής.

Γερνάει το εφήμερο. Και ελπίζει. Να βγεις από το σώμα να πετάξεις. Να μην.

Και ξέρει.Ό,τι που δεν αγγίζει ο χρόνος. Την αίσθηση. Τη ζωή κάτω από το σώμα.

Advertisement