Ήταν δύο. Καλοκαίρι. Ακόμη. Αδημονούσε για την άμμο, τα φύκια, το πέλαγος. Εκεί που έπαιρνε τα τσουβάλια με τους κάκτους και τα μετέφερε στο περβάζι, μια κίνηση βιαστική και το χώμα χύθηκε στα σκαλοπάτια. Κι όπως έσκυβε να τα μαζέψει έγλυφε την αρμύρα από τα τσουβάλια και η γλώσσα γέμιζε αρμυρίκια δίπλα στη θάλασσα και ιδρώτα από μια πεζοπορία μεσημεριανή και ένα έργο του Κουνέλλη κρεμασμένο και αφημένο σε μια εγκαταλελειμένη στάση λεωφορείου. Μετά είναι αυτό. Αυτό που υπάρχει.
Δε θα έρχεται πάντα από τον ίδιο δρόμο. Άλλοτε θα περνάει από στέγες άλλοτε θα περνάει από δρόμους άλλοτε θα γεμίζει τη θάλασσα με το λιμάνι. Δε θα έρχεται πάντα από τον ίδιο δρόμο. Άλλοτε θα χτυπάει το πρωί στις γρίλιες του δωματίου άλλοτε θα το κυνηγάει ένα φυλλούδι για να το γαντζώσει με τα φύλλα του άλλοτε θα μας κυνηγάει κάτω από ένα πράσινο καπέλο -τι αστείο να κυκλοφορείς με το καπέλο αυτό!- . Δε θα έρχεται πάντα.
Ίδρωνε και κοίταζε τη σταγόνα να γλιστράει στο ποτήρι. Ο ήλιος έσταζε στη θάλασσα. Δεν μπορώ να κρίνω συνεχώς τον κόσμο, σκέφτηκε. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που γεννούν πολλοί άνθρωποι που σαπίζουν πολλοί άνθρωποι που δεν θάλλουν και μαραίνονται, αλλά ο καθένας είναι και διαφορετικό χώμα μες στη γλάστρα. Σκάβεις μέσα του και βγαίνει το λίπασμα που σού ράντισαν τα σπλάχνα ή οι αγριάδες που σού έδωσαν να πολεμήσεις για να επιβιώσεις. Και μετά ο καθένας κρίνει, αποφασίζει, έχει γνώμη. Μιλάει, μιλάει, η γνώμη μου θα ακούσεις να λέει, εγώ πιστεύω, εγώ νομίζω, για μένα είναι έτσι. Και σκέφτεσαι πόσα εγώ πρέπει να χωρέσουν σε μια γλάστρα για να ανθίσει ή πόσα εγώ χρειάζονται για να φαγωθεί κάθε ίχνος ζωής στα τοιχώματά της.
Και μετά είναι καλοκαίρι. Κανείς δεν κρίθηκε. Ακόμη.