Ήτανε και δεν ήτανε. Η ώρα τέσσερις. Από το διάδρομο φωνή καμία και το φως του χωλ σβηστό. Καθόταν και κοίταζε έξω από το παράθυρο. Όχι επίμονα. Μια μέσα μια έξω. Κοίταζε. Είχε ακουμπήσει δειλά τα χέρια της στο σώμα της και καθισμένη έμοιαζε ήρεμη. Δεν ήθελε να γίνει τίποτα. Μια ησυχία και έτσι να μείνουμε. Ώρες που δεν γίνεται τίποτα είναι κι αυτές ευτυχισμένες, σκέφτηκε. Αρκεί να υπάρχει θέα.

Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ.

Ακούμπησε το φλιτζάνι στο ξύλινο τραπέζι. Ωραίο χρώμα στο κατακάθι. Έχει ωραίο ήλιο ακόμα. Είναι ωραίο να κάθεσαι και να παρατηρείς την κίνηση του ήλιου. Μοιάζει με το μοιρογνωμόνιο που είχα στο σχολείο. Το βάζαμε στην τσάντα μαζί με το διαβήτη και κάναμε ό,τι σχέδιο κατέβαζε το μυαλό μας. Μια φορά, ήθελα να δω αν είναι κοφτερή η αιχμηρή πλευρά του διαβήτη και πιέζοντας την στο χέρι μου γδάρθηκα. Από τότε προτιμούσα το λείο και ασφαλές μοιρογνωμόνιο. Άσε που η καμπύλη αυτή μου θύμιζε καβούκι χελώνας. Δεν είναι και λίγο. Σκεφτόταν και άκουγε τη φωνή της να μιλάει. Σκεφτόταν. Είχε ησυχία πολλή. Τα βράδια φύσαγε πολύ φέτος, αλλά τα μεσημέρια ήθελες και τη βεντάλια ήθελες και το δροσερό ανεμιστήρα να σου δροσίζει τα πόδια. Τα μάτια της κοίταζαν χωρίς να εστιάζουν. Ξαφνικά, γυρνώντας το κεφάλι προς τα κάτω είδε στο πάτωμα κοντά στο ξύλινο σύνθετο να κινούνται με συγχρονισμό τα πόδια μας κατσαρίδας. Σηκώθηκε πάνω αναστατωμένη και άρπαξε στο χέρι της την παντόφλα.

Να γεμίσεις με φως το φρικτό μου σκοτάδι

Έτρεξε προς το μέρος της, αλλά δεν την πρόλαβε. Χώθηκε πίσω από τη χαραμάδα του σύνθετου. Τώρα περίμενε κι έρχομαι, της είπε. Πήγε στην κουζίνα, άνοιξε το ντουλάπι δίπλα στο νεροχύτη και άρπαξε το εντομοκτόνο. Άρχισε να ψεκάζει το χώρο περιμένοντας ότι ζαλισμένη θα βγει. Δεν γλύτωσε καμιά σας. Ούτε θα γλυτώσει ποτέ. Δε σας θέλω και μες στο σπίτι μου. Ψέκασε λίγο ακόμη με δύναμη και περίμενε τον επισκέπτη της χαραμάδας. Δε σας φοβόμουν ποτέ, μονολόγησε. Ενώ αυτή η αδερφή μου, έβαζε τα κλάματα κάθε φορά που τις έβλεπε. Μια φορά σκότωσα μια και έτρεξα να τη φωνάξω να δει το πτώμα. Μπήκε στο σαλόνι και βλέποντας την κατσαρίδα νεκρή έμπηξε τα κλάματα. Τον ήξερες καλά το μακαρίτη;, της είπα για να την πειράξω. Άρχισαν να ξεπροβάλλουν δύο κεραίες από τη χαραμάδα του σύνθετου. Αιωνία σου η μνήμη.

Αφού πέταξε στα σκουπίδια τις χαρτοπετσέτες και διπλοκλείδωσε τη σακούλα για να αποφύγει οποιαδήποτε νεκρανάσταση, στάθηκε να ξαποστάσει στο μπράτσο της πολυθρόνας. Δεν είχε ακόμη ηρεμήσει από το πέρα δώθε, δεν είμαστε δα και κοπέλες, της είπε η Χρυσούλα στο δρόμο τις προάλλες, και δεν την πείραξε ότι δεν είναι πια κοπέλες, αλλά που η Χρυσούλα την πέρναγε και δώδεκα χρόνια, αλλά να πεις σε άλλες εποχές δώδεκα χρόνια έχουν σημασία, μετά τα εβδομήντα, σταφίδα και η μια, σταφίδα κι η άλλη. Όπως σηκώθηκε από το μπράτσο για να πάει να καθίσει στην πολυθρόνα, αισθάνθηκε ότι είδε στον τοίχο μια μαύρη σκιά που είχε το περίγραμμα κατσαρίδας. Ε,όχι πάλι, φώναξε. Βλέποντας όμως καθαρά, είδε ότι δεν υπάρχει τίποτα. Σαν αυτές τις σκιές στους τοίχους που έρχονται και σβήνουν. Τώρα μου μπήκε στο μυαλό και δε μου φεύγει με τίποτα. Και πράγματι η ίδια σκιά και την ώρα που μπήκε στην κουζίνα και την ώρα που μπήκε στο μπάνιο. Μια κατσαρίδα να περπατάει στον τοίχο. Και μετά η σκιά της να εξαφανίζεται. Σαν να μην ήτανε εκεί.

Και στα δυό σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά

Μετακίνησε λίγο το πλυντήριο προς τα δεξιά μπας και χώθηκε από κάτω. Τίποτα. Ήταν ιδέα μου. Κοίταξε σκύβοντας αργά κάτω από το τραπέζι της κουζίνας. Τίποτα. Ήταν η ιδέα μου. Αφού ο διαχειριστής έκανε απολύμανση τον Ιούνιο, δέκα ευρώ πλήρωσα επιπλέον για να έρθουν και μες στο σπίτι να μου κάνουν και στα μπαλκόνια ψέκασμα. Πήγε ξανά στην κουζίνα. Ξανακοίταξε το χωλ, έριξε και μια κλεφτή ματιά στην κρεβατοκάμαρα, καλά εδώ μέσα δε θα έμπαινε , έχω και την πόρτα κλειστή. Από τη μπαλκονόπορτα θα ήρθε. Και γύρισε στο σαλόνι. Δεν ευχαριστήθηκα και τον καφέ μου με όλα αυτά. Από τη μύτη μου βγήκε. Η κουρτίνα δε σάλευε. Φύσα βρε λίγο, τι σου ζητάμε.

Όταν σηκώθηκε είχε αρχίσει πια να σουρουπώνει. Στην ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας η νεαρή κι ο νεαρός είχαν λύσει τα σκυλιά τους και τα είχαν αφήσει να τρέχουν. Δεν είναι και πολύ όμορφα, ειδικά αυτό το μαύρο. Το καφέ τουλάχιστον χοροπηδάει και είναι χαρούμενο. Τις προάλλες που το κατέβασαν στο διαμέρισμα τους είχε βγει στο μπαλκόνι τραβώντας με το κεφάλι του την άσπρη κουρτίνα. Τον έβλεπα από απέναντι. Ένα φάντασμα με μούρη σκύλου. Πόσο γέλασα. Γι’ αυτό τον συμπάθησα περισσότερο από το μαύρο. Αυτός ο σκύλος με έκανε να γελάσω.

Ας ερχόσουν για λίγο/ κι ας χανόσουν μετά

Δεν έχει ώρα που έκανε τον τελευταίο έλεγχο, μήπως κανένας απρόσκλητος επισκέπτης επανεμφανιζόταν από καμία χαραμάδα. Ας ελέγξω μια ακόμα, μη μου έρθει στον ύπνο μου καμία ή μην ξυπνήσω και τη δω σε κανένα τοίχο, θεός φυλάξοι, δεν είμαστε και σε ηλικία για εκπλήξεις. Άναψε ξανά τα φώτα της κουζίνας, μετά του χωλ, πήγε στο σαλόνι, στο μπάνιο, στην κρεβατοκάμαρα. Άνθρακες ο θησαυρός. Έχω που έχω την έγνοια της, τουλάχιστον ας μπει κι ας μην τη δω μπροστά μου. Από το δρόμο ακούγονταν αυτοκίνητα να περνούν. Ένιωσε για λίγο να ιδρώνει. Κουράστηκα σήμερα. Πολλή ζωή για μια μέρα. Πήγα κι ήρθα τόσες φορές. Δεν είναι και μεγάλη απόσταση να γυρίσεις το σπίτι, αλλά για κάνε το κάθε λίγο και λιγάκι. Τουλάχιστον, να κοιμηθώ και να μην πετάγομαι. Κι άμα δω και καμιά σκιά, δε θα σηκωθώ. Ήτανε και δεν ήτανε, θα πω.

Advertisement