Ανέβαινε με σταθερό βήμα τη σκάλα. Κουρασμένο. Στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου στάθηκε και κοίταξε το όνομα στο κουδούνι. Τόσο οικείο και τόσο ξένο. Πριν από τέσσερα χρόνια μετακόμισαν εδώ και μόνο μες απ’τα δόντια ανταλλάζουμε μια καλημέρα. Απαθείς στα συναισθήματα των άλλων. Είναι μέρες που ανοίγεις την πόρτα της εξόδου και πέφτεις τυχαία πάνω τους, θες να τους μιλήσεις, να φωνάξεις, να τους αντιμετωπίσεις σαν παρουσίες, άλλες μέρες που πέφτεις πάνω τους και ορκίζεσαι ότι τα μούτρα τους θα τα ήθελες χωμένα δέκα μέτρα κάτω από τη γη, είναι μέρες που όλα αυτά δεν μπορούν να είναι σκέψεις σου και σώμα σου. Στάθηκε και χτύπησε με ένταση το κουδούνι. Μέσα στο σπίτι ακούστηκε δυνατός ήχος. Κανείς. Ήξερε. Πριν τρεις μέρες είχαν φύγει διακοπές, τους είδε να κρατάνε μια βαλίτσα κι εκείνη με καπέλο και βαμμένα νύχια, έφευγαν. Βάδισε προς τα μπρος, έβγαλε τα παπούτσια της και ακούμπησε το κεφάλι της στη σκάλα. Προσπάθησε να ισιώσει το σώμα και έβγαλε ένα τσιγάρο από την τσάντα. Άρχισε να καπνίζει.
Χωρίσαμε ένα δειλινό με δάκρυα στα μάτια
Ήταν τρεις. Ή τρεις και τέταρτο; Μπορεί να μην έχει σημασία. Πάντως ήταν μέρα μεσημέρι. Είχαν μόλις χωρίσει. Δεν είχε λέξεις. Μίλαγε μίλαγε μέσα της και στο στόμα δεν είχε λέξη. Πάντα τής άρεσαν οι δραματικοί χωρισμοί, εκεί στο χωλ ή στο σαλόνι, να αρπάζεις τη βαλίτσα σου με ό,τι πρόχειρο υπάρχει, να ξεχνάς ότι ήθελες να τα μαζέψεις όλα, να φεύγεις και να πατάς με μανία το κουμπί του ασανσέρ σαν να τρυπάς με αυτό τον τοίχο, να είναι δύσκολο. Ενώ εκείνοι; Χωρίσανε στη μέση του δρόμου, χωρίς να βρίσει κανείς, χωρίς ένταση στα μάτια, στις κινήσεις, χωρίς να είναι δύσκολο. Δεν την πείραξε που ήταν μεσημέρι. Ούτε που τα χρόνια λένε πως φεύγουν, σιγά τ’αβγά, μόνο άνθρωποι που ελπίζουν στο παρελθόν για να ζήσουν τα λένε αυτά. Το μόνο που την πείραξε είναι ότι βρίσκονταν στην άκρη του δρόμου και περνούσαν με ταχύτητα τα αυτοκίνητα. Αυτό τής φάνηκε τόσο ψυχρό εκείνη την ώρα. Ένας οδηγός που τρέχει μες στην ασφάλεια του αυτοκινήτου και δεν σκέφτεται ότι περνάει ξυστά από έναν πεζό που έχει ανάγκη, έστω και για λίγο, να σταματήσει η κίνηση, να μην υπάρχουν θόρυβοι. Έναν πεζό που έχει ανάγκη να αγγίξει για λίγο το μάγουλό του και να νιώσει το δέρμα του. Και γι’αυτό μέσα της πληγώθηκε. Γιατί κι εκείνη οδηγώντας όποτε έβλεπε έναν πεζό αφηρημένο να διασχίζει το δρόμο, τον σκυλοέβριζε και συχνά σκεφτόταν πόσο μαλάκας μπορεί να είναι. Και τώρα; Τώρα, αποφάσισε να είναι πιο ευαίσθητη και δεκτική στα συναισθήματα αυτών που περπατούν στο δρόμο.
Η αγάπη μας ήταν γραφτό να γίνει δυο κομμάτια
Μετά το τρίτο αποφάσισε να σηκωθεί. Είχε ωραία δροσιά από το παράθυρο. Η πολυκατοικία έφεγγε. Ο διάδρομος προς το διαμέρισμά της ήταν ωραίος και ωχρός. Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ και ανέβηκε στον πέμπτο όροφο. Ξεκλείδωσε την κλειδαριά και βγήκε στην ταράτσα. Ψηλά. Γύρω της κεραίες και ρούχα απλωμένα στα σκοινιά. Ωραίο τοπίο. Μοιάζουν τα ρούχα ακόμη βρεγμένα και τα σκοινιά σαν σύρματα. Οι φωνές ακούγονταν σαν από μακριά. Ή δεν ακούγονταν. Αν δεν έρθει κανείς στην ταράτσα μέχρι το βράδυ, θα ανεβάσω εδώ το σλίπινγκ-μπάγκ μου να κοιμηθώ. Έκανε να γυρίσει προς όλες τις πλευρές της ταράτσας. Αναρωτήθηκε πού έφυγαν όλοι. Έβγαλε από την τσάντα της το κουτί με τα σπίρτα και άρχισε να τα ανάβει ένα-ένα. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να καταφέρει ένα να φτάσει μέχρι το τέλος και να της κάψει το δάχτυλο. Το πέταξε κάτω απότομα και το κοίταξε με συμπάθεια. Καλό είναι να νιώθεις πως ζεις ώρες ώρες. Ίσως και αν το βλέπεις πως καίγεσαι. Η ώρα ήταν οκτώ. Ή οκτώ και τέταρτο.