Είχε ησυχία. Ίσως και κάπου κάπου πολλές φωνές μαζί, αλλά γενικά ησυχία. Καθισμένος στη λευκή πλαστική καρέκλα της βεράντας κοίταζε χωρίς να εστιάζει. Στην κάτω πλευρά της βεράντας ψήνονταν τα κρέατα κι ο καπνός ανέβαινε σιγά προς τα πάνω. Παρατημένα παιχνίδια σε διάφορα μέρη της αυλής, άλλα στο χώμα άλλα πάνω στο γρασίδι, το ελικόπτερο που πετούσε με το πάτημα ενός χειριστηρίου, μια μπάλα ξεφούσκωτη, αυτοκινητάκια με σπασμένες ρόδες. Εικόνες ευτυχίας ήσυχης. Χωρίς πολλές εξάρσεις ούτε με πολλές τυμπανοκρουσίες. Είχε έρθει καλεσμένος. Κάποτε αυτό το σπίτι ήταν το σπίτι του, τώρα ένιωθε καλεσμένος. Κοιτούσε άλλους να ψήνουν άλλους να στρώνουν το τραπέζι και δε σηκώθηκε ούτε να πάει μια καρέκλα πιο πέρα. Αναισθησία θα το έλεγες κοιτώντας όλη τη σκηνή από μακριά. Μπορεί και να μην έχεις άδικο. Αλλά αυτό ήταν εκείνη τη στιγμή και γενικά είχε ησυχία. Έτριβε το τσιγάρο στα χέρια του και κοιτούσε τον αφημένο στο τραπέζι αναπτήρα. Δεν είχε καταφέρει να τους συγχωρήσει. Κυρίως γιατί τον έκαναν να νιώθει ξένος.

Ένα τίποτα, μια λέξη, ένας ήχος

Το τραπέζι ήταν έτοιμο. Άρχισαν να τρώνε και μιλούσαν. Δεν του άρεσε να φαίνεται επιθετικός γι’αυτό και δε μιλούσε πολύ. Μονολεκτικές απαντήσεις και γενικές αόριστες αποκρίσεις. Υπάρχει μια ζωή που άλλοι την αντέχουν και άλλοι που δεν την αντέχουν. Είχε την αίσθηση ότι δε θα άντεχαν τη ζωή του. Αστείο, σκέφτηκε, έχω ανεχτεί τις δικές τους ζωές και οι ίδιοι δεν μπορούν να ανεχτούν τη δική μου. Προσέχω να μην τους βάλω στη ζωή μου. Μετά να μην πεις, να μην δείξεις, να μην αφήσεις να είναι όλα όπως είναι. Κι έτσι συζητάς για τις μειώσεις των μισθών, τη φορολογική δήλωση που έκανες και πόσο ήρθε, τον καιρό που φέτος τέτοιο καλοκαίρι με αέρα δεν έχουμε ξαναζήσει και ποτέ για το τι ανατριχιάζει το δέρμα σου, πότε έκλαψες για τελευταία φορά, τι είναι αυτό το σημάδι στο λαιμό και ποιος στο έκανε, γιατί εδώ δίπλα μας μοιάζεις με φυτό εσωτερικού χώρου. Κι από την άλλη ούτε εσύ ξέρεις να μιλήσεις και να πεις. Άσε που και μια φίλη συνηθίζει να λέει πως η ζωή δε λέγεται και όλο αυτό σου τριβελίζει το μυαλό. Άνοιξε μια κόκα κόλα και άρχισε να κοιτάει αν χτύπησε ο ήχος του μηνύματος στο κινητό.

Αυτή η πρώτη σου ζωή μ’έχει νικήσει

Κάθισε στην κούνια της αυλής που την έχουν από τότε που ήταν παιδί. Για άλλους είναι πια χαζό. Και για εκείνον χαζό πια. Μιλούσε μόνος του. Υπάρχουν σχέσεις που αποκαθίστανται και σχέσεις που είναι έτσι όπως είναι. Αλλαζονικό να θες να τρέχουν όλα στη ζωή μέσα από τα δικά σου μάτια. Για άλλους η στοργή κρύβεται σε πιο βαθιά πράγματα και για άλλους η στοργή είναι ένα τάπερ με μακαρόνια. Αν μπορείς αυτό να το βυθίσεις μέσα σου και να το κάνεις δικό σου μπορείς να κερδίσεις τη χαρά του να κάθεσαι σε μια κούνια και να κοιτάς τα πόδια σου να αγγίζουν το χώμα. Αλλιώς στέκεσαι και πατάς το χώμα σαν να ζητάς να το εκδικηθείς. Το πατούσε και το ένιωθε γερή αντίσταση στα πόδια του. Του έφερε καφέ. Πάντα στα μάτια της διέκρινε το φόβο ότι κάτι μπορεί να μην κάνει σωστά. Ήθελε από τη μια να της πει πως είναι έτσι και από την άλλη να μην την κάνει να το αισθανθεί ποτέ. Και έτσι την έβαλε να κάτσει δίπλα του και της έδειξε το λάκκο από το γιασεμί, εκεί που κάποτε ξάπλωνε ο Ντόγκι για να δροσιστεί, τι έξυπνο σκυλί!, σου έδινε και το χέρι του. Κι έτσι καθισμένοι στην κούνια στάθηκαν να κοιτούν γύρω την αυλή και το δρόμο, τα πεύκα δεν είχαν αρρωστήσει από τις κάμπιες φέτος και η εγγονή της γειτόνισσας κατέβαινε από τη μηχανή του φίλου της.

Advertisement