Σάββατο ήταν. Σίγουρα. Που κατέβηκε από τη σκάλα του αεροπλάνου και περπάτησε με τη βαλίτσα στο χέρι σταθερά στην ευθεία του διαδρόμου. Τα χέρια της ήταν ενωμένα με τη βαλίτσα, το σώμα της προέκταση της βαλίτσας της, τα μάτια της τρύπια, χοάνες, ό,τι κατάπιναν το ξερνούσαν στη γραμμή του διαδρόμου. Και μετά προχωρώντας στάθηκε και έγινε κομμάτια. Δε θυμάμαι αν φυσούσε δυνατός αέρας ή αν είχε υγρασία να στάζει το σώμα, πάντως κομμάτια της μεταφέρθηκαν μέχρι τη βιβλιοθήκη μου. Foyles. Κάπου κι εσύ εγώ.

Παζλ λες. Βρες εδώ εκεί. Κι αν χαθεί ένα κομμάτι; Ποτέ ολοκληρωμένο.

Τις τελευταίες μέρες ένιωθε ένα αντίθετο τίποτα. Από αυτό που ήταν. Έβλεπε να περνούν από τα μάτια της εικόνες και να χρυσίζει η όψη της μέρας. Στεκόταν στο δρόμο κρατώντας σακούλες σκουπιδιών που από μέσα τους βούιζαν τηλέφωνα. Τα σήκωνε και μιλούσε με όποιον. Θα μού έρθεις μαζί και όπου; Mετά κατέβαζε το ακουστικό και καθόταν με τις σακούλες δίπλα σε κάδους σκουπιδιών. Μάζευε ό,τι πετούσαν οι άλλοι και τα έραβε στο σώμα της. Έτσι μιλούσε με τον κόσμο. Κλέβοντας και παίρνοντας κομμάτια του. Και έτσι τα έκοβε στα μέτρα της. Είχε ησυχία γύρω της.

Πόσα σου λείπουν ακόμη; Πολλά; Πόσα έχασες;

Δεν είμαστε κόσμος. Σαν έρθουμε σαν φύγουμε. Τι περιμένεις; Να ενώσω τα κομμάτια. Εσύ; Nα δω από τα κομμάτια μέσα.

Advertisement