Υπάρχει πάντα πίσω από την πόρτα ένα ποντίκι. Το έχουν βάλει για να τη στηρίζει. Ωραίο ποντίκι, άσπρο,  με μουστάκια μεγάλα. Στέκεται εκεί ακίνητο. Τού μιλάς, το σπρώχνεις με τη σκούπα, το ακουμπάς με τα κρόσσια της σφουγγαρίστρας, ζει μαζί σου, μαζί του ζεις. Κάποτε ήταν παραδίπλα ένα λιοντάρι, μια καμηλοπάρδαλη, ένας χορός από λεοπαρδάλεις, ολόκληρος ζωολογικός κήπος για να στηρίζει τις πόρτες. Πολλές φορές όλη αυτή η ζούγκλα κρατάει έξω την αγριάδα πολλές φορές η ζούγκλα μέσα είναι πιο άγρια απέξω – πού θα πας; -έτσι;

Στο κουρείο στάθηκε στην καρέκλα και κοιτούσε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Δίπλα μια γυναίκα, μια άλλη πίσω, διαγώνια και όπως έβλεπες την αντανάκλαση πολλοί άνθρωποι. Χρειαζόταν ένα κούρεμα από καιρό. Πόσο ακριβά θα το πλήρωνε το ήξερε επίσης από καιρό. Στάθηκε και κρατούσε με τα δάχτυλα του το πόδι του κάτω από τη μπέρτα του κουρέα. Σε κάθε εσωτερικό χώρο υπάρχει μια αδιόρατη ισορροπία, μια χορογραφία του τίποτα, μια μουσική των φτηνών πραγμάτων. Ένας ήχος από ψαλίδι, ο ήχος από το λουτήρα, το άνοιγμα της ταμειακής μηχανής, ο ήχος της αγωνίας στις μικρές συσπάσεις του προσώπου. Ο καθρέφτης σα μεγεθυντικός φακός όριζε την αρχή και το τέλος, τα όρια αυτής της οθόνης που σαν προβολέας φώτιζε τις κινήσεις και τα αδιόρατα νεύματα. Όλη αυτή η σύνθεση έγινε για να γίνει μια ζωή άλλη. Βλέπουμε ό,τι ίσως και εμείς.

Ανεβαίνοντας στο λεωφορείο θυμήθηκε ένα παραμύθι. Μετά άρχισε να μουρμουρίζει ένα τραγούδι. Μετά έκανε υπολογισμούς που δεν τού έβγαιναν, γιατί γίνονταν σωστά. Μετά τούς έκανε όλους λάθος και αγχώθηκε περισσότερο. Εν τω μεταξύ στο λεωφορείο είχαν ανέβει και κατέβει στις διάφορες ενδιάμεσες στάσεις ένα κορίτσι που κράταγε ένα πολύχρωμο σκύλο, πέντε καλόγριες μαυροφορεμένες που κρατούσαν το πρόσωπο τους κρυμμένο, ένα αγοράκι με μια τσάντα σχολική και ένα κουβά μπογιές για να βάψει το λεωφορείο και όλοι άνθρωποι ενίοτε ζωγραφισμένοι ενίοτε σα θέατρο σκιών μα πάντοτε σαν να λες κάτι θα έρθει.

Όταν γύρισε σπίτι, χάιδεψε στη ράχη της τη λεοπάρδαλη, χαιρέτισε το ποντίκι και το ρώτησε πώς πέρασε τη μέρα του, ξάπλωσε κάτω από τον κοκοφοίνικα του σαλονιού και με ένα ποτήρι κρασί άρχισε να σκέφτεται τη θάλασσα.

Advertisement