Τότε μια μέρα πριν. Τώρα μια μέρα μετά. Πριν πέντε χρόνια ένα κεφάλι από τη μήτρα της ξεπρόβαλε, να τρέχουν αίματα και υγρά και μια ζωή που ταξίδεψε με τη μεγάαλη καράβα και ανεβοκατέβηκε και από την Κρήτη στην Αθήνα να μην μπορεί να κοιμηθεί μες στο πλοίο και να το πηγαινοφέρνεις για να το νανουρίσεις μια ανάσα να φεύγει και ν’ακούγεται. Πριν τέσσερα χρόνια δε θυμάμαι. Πριν τρία χρόνια δε θυμάμαι. Μήπως εσύ ;
Διάβαζα την ανάρτηση στο facebook. To post-love λεγόταν αρχικά »στη μέση του δρόμου » και θα έμπαινε στο »Δι’ευχών» της Αλεξίου. Μετά το τραγούδησε η Πρωτοψάλτη. Μετά το τραγούδησε ο Γιώργος, η Μαρία, η Νίκη, εγώ το είπα καλύτερα απ’όλους. Ίσως γιατί δεν έχω συμφιλιωθεί με το χρόνο μετά και ακόμη με τρώει μέσα μου ο χρόνος τώρα. Ή κι ο χρόνος πριν. Κάθομαι κι ακούω την Όμορφη πόλη. Ωραίο το θα γίνεις και το πριν έρθει η νύχτα.
Οι χρόνοι δεν είναι αιώνιοι. Δεν τους λέμε και εύκολα στον πληθυντικό. Λέμε τα χρόνια, αλλά στους δίσεχτους καιρούς, στους δίσεχτους χρόνους, στους χρόνους τους παλιούς, στους χρόνους του Βενιζέλου-θεός φυλάξοι. Αλλά ο χρόνος. Ο Ένας. Ίσως γιατί άλλη γλύκα έχει ο ένας και άλλο οι πολλοί. Άλλη αίσθηση σου αφήνει το ένα σοκολατάκι που έφαγες και άλλο τα πολλά που μου ξεκλήρισες όλη την φοντανιέρα και έγινες και χάλια. Όταν έφυγε και αυτή η δεύτερη χρονιά – ποτέ χρόνος – σαν να έσταξε λίγο μωρέ ο λεκές πάνω στη μπλούζα και θα πρέπει να γλείψουμε και τα χέρια μας για να μην τελειώσει η γλύκα της απόλαυσης. Απλώς μετά έρχεται και ένας χρόνος που σου λέει ότι τα χέρια λένε πολύ περισσότερα κρατώντας άλλα παρά κλέβοντας με πονηρό βλέμμα τα σοκολατάκια από το βάζο.