Έχει μάτια, γλώσσα, λαιμό. Έχει τρίχωμα κοντό, τσιμπούρια, φαγούρα. Κάποτε κρατάει τα αυτιά τεντωμένα, κάποτε τα κυρτώνει, έχει μια μόνιμη νωχελικότητα. Σύχναζε στη στάση απέναντι από την πλατεία Κοραή, τώρα ενίοτε στα σκαλιά του Δημοτικού Θεάτρου με την ίδια βαριεστημένη μούρη – βρε, αυτιάγγουρα , τον φωνάζω – δε νομίζω ποτέ να ασχολήθηκε με την παρουσία μου. Συχνά το πρωί που ψάχνω αγουροξυπνημένος το πακέτο με τα τσιγάρα στην τσέπη του μπουφάν εμφανίζονται μαζί με τον κολλητό του – σοφός πρέπει να είναι ο άλλος από τη στάση του σώματος και τη συγκρατημένη έκφραση – και γαβγίζουν με μανία τα διερχόμενα μηχανάκια, ο δε αυτιάγγουρας, άμα βαρεθεί, στέκεται στη μέση του δρόμου μπροστά από τη στάση και ατάραχος βλέπει το 909 να σταματάει λίγα εκατοστά μπροστά του, συνήθως ούτε ένα λίκνισμα της μουσούδας δε θα διακρίνεις.
Φαντάζομαι υπάρχει κάποιο ξέφωτο στη ζωή. Υπάρχουν φαρέτρες για βέλη που πιάνουν στόχους και φαρέτρες για βέλη που γυρίζουν στον εαυτό τους. Περπατάς πάνω στα χόρτα, βρίσκεις ένα μέρος υγρό και σκάβεις για πιο δροσερό χώμα. Βάζεις μέσα τα μπροστινά πόδια, μετά καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, γυρίζεις λίγο το σώμα σε καμπύλη, κουλουριάζεσαι και αφήνεις τη δροσιά να ανέβει από τη ράχη σε ολόκληρο το σώμα. Τελευταίο αφήνεις το κεφάλι που το βολεύεις με ευκολία και αφήνεις τη γλώσσα ελάχιστα να χαϊδέψει τις άκρες των δοντιών σου. Είσαι για λίγο ευτυχισμένος ή ξένοιαστος. Μετά ξυπνάς και είσαι στα Έβερεστ απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο εκεί κοντά στο αστυνομικό τμήμα, σου έχουν κόψει τα αυτιά, έχεις αρχίσει να έχεις και άσπρο τρίχωμα γύρω από το στόμα και οι περαστικοί σου έχουν στρώσει μια κουβέρτα εκεί κοντά στο αστυνομικό τμήμα για να σε ζεσταίνει όταν κοιμάσαι. Αισθάνεσαι όπως στο πασίγνωστο παραμύθι, »Το σκυλάκι με το σπίρτα» , ανάβεις το ένα σπίρτο και μέχρι η φλόγα του να σβήσει έχεις αλλάξει τρίχωμα, έχεις πάρει τέσσερα με πέντε κιλά, έχεις αλλάξει φύλο και στέκεσαι βαριεστημένη απέναντι από τον ηλεκτρικό του Πειραιά. Ανάβεις το δεύτερο σπίρτο και βρίσκεσαι στη Νέα Μάκρη, είσαι μαύρος με ωραιότερο τρίχωμα, ίσως και λίγο καφέ στις πατούσες και προστατεύεις δύο άγνωστους που περνάνε από ένα οικόσιτο κακομαθημένο πατσαβουρόσκυλο, τους ακολουθείς στη βόλτα τους, περπατάς μαζί τους, είσαι αυτός. Ανάβεις, ανάβεις σπίρτα και συζητάς με τα άδεια ΑΤΜ.
Δεν ξέρω πού. Δεν έψαξα και πολύ τότε. Αλλά λες και γιατί δεν το έκανες. Τι σε κράτησε να μην το κάνεις; Είχε ωραίο όνομα, Ντόγκι. Σκύλος από σπίτι. Χωρίς ταβάνι. Σού έδινε το χέρι του. Μεγάλη εντύπωση έκανε σε όλη τη γειτονιά και ειδικά στους μεγάλους, δεν είχε ξαναγίνει αδέσποτος να δίνει το χέρι του. Εμάς βέβαια τα παιδιά πιο πολύ μας έκανε εντύπωση που χοροπηδούσε πάνω μας, που κυνηγούσε τις γάτες και εκείνες για να σωθούν ανέβαιναν στα δέντρα – μέχρι που μια μέρα έσπασε το κλαδί του δέντρου και η γάτα μαζί με το κλαδί βρέθηκαν πάνω στο κεφάλι του – , που δεν κυνηγούσε ποτέ το Γατούλη, γιατί αν και γάτος, τον σεβόταν, που μου έφερνε τύχη όταν παίζαμε χαρτιά. Δεν είχε κουρασμένο βλέμμα, βασιλικό αδέσποτο τον φωνάζαμε, έτρωγε από τα πιάτα τεσσάρων διαφορετικών σπιτιών, ένα Πάσχα από τη λαιμαργία του είχε σκάσει και ήρθε στην αυλή μας να ξαπλώσει στο παρτέρι του γιασεμιού και η κοιλιά του τούμπανο, έλεγες κάτι θα πάθει το σκυλί. Πηγαίναμε βόλτες, τού μίλαγα άλλοτε δεν τού μίλαγα και προσπαθούσα να μιλήσω σ’εμένα. Έλεγα, άμα μέναμε μόνιμα στη Νέα Μάκρη, να τον έπαιρνα στην αυλή μας, θα του είχα και μια θηλυκιά να μη νιώθει μόνος. Πέντε χρόνια μέσα έξω στο σπίτι. Ωραίο είναι κάποιος να μη φεύγει. Δεν έμαθα ποτέ πού τον έθαψαν. Ή αν τον έθαψαν καν. Είναι το μόνο που ακόμη και σήμερα με στενοχωρεί. Το ότι δεν έμαθα ποτέ πού βρέθηκε έτσι για να πάρω ένα γιασεμί να του το πάω. Δεν είναι οι αποχαιρετισμοί έτσι.
Πατούσες ωραίες και τριχωτές. Άλλες πιο μεγάλες άλλες πιο μικρές. Για βήματα. Στάσου βρέ, να πάρω μια κονσέρβα να σας δώσω. Ήταν τρείς, συμμορία. Ντόγκαινα, Μπέιλις, Μπατίντας. Πρώτα έτρωγε η κυρία μετά οι άλλοι δύο με σειρά προτεραιότητας ως αναφέρθηκε. Πρώτα έπρεπε να χαϊδέψεις την κυρία, μετά με σειρά προτεραιότητας ως αναφέρθηκε. Γάβγιζαν το βράδυ πολύ. Είχαμε ξεφτιλιστεί στη γειτονιά, να τούς πηγαίνουμε το φαγητό με ντροπή, που μαζεύαμε τα κωλόσκυλα. Πηγαίναμε και βόλτα μέχρι το σούπερ μάρκετ, ποτέ δεν κατάλαβα την τρέλα των σκύλων με τα σούπερ μάρκετ ή λες να ήταν που απλώς πηγαίναμε μαζί; Περνούσαν το δρόμο χαρούμενοι. Μέχρι που μια μέρα σκέφτηκα : ποιο να είναι το όνειρο ενός αδέσποτου; Και κανείς τους δε μού είπε.
Εξαιρετική γραφή, πρωτότυπη, αληθινή. Όμορφο θέμα.