Στις μέρες που πλέχουν

σαν γρήγορο καράβι στη θάλασσα

και αφήνουν τον καπνό του τσιγάρου να ταξιδέψει από την κουζίνα στο σαλόνι και έπειτα μέσα μου

και στις φωτογραφίες που σαν καλειδοσκόπιο γυρίζουν

-πατάς το κουμπί –

κι άλλη μία κι άλλη μία

και αδιόρατα η αίσθηση του δευτερόλεπτου που χάνεται και ανανεώνεται

-να! η θάλασσα – να!το χέρι που φεύγει – να! το χέρι που έρχεται –

υπάρχει μια βεβαιότητα στις κινήσεις και μια σταθερότητα στα βλέμματα

– πάντοτε αναγνωρίζεις αυτούς που χάνονται μέσα τους από την αστάθεια στο βλέμμα-

πως έχεις ένα κερδίσεις.

Γιατί κι εσύ πια δεν είσαι.

Και έρχονται στο παράθυρο και περνάνε μέλη κομμένα, ιδρώτες στα τζάμια, λαξεμένα πορτοκάλια σε σχήμα ζωής, άσχημα και όμορφα στόματα, πέτρες.

Υπόλοιπα που άφησες και σού άφησαν

-αδύνατον να παρακολουθήσεις τα δρομολόγιά τους –

κι είναι αυτό που χάνεται στη λήθη και μετά έρχεται και σε κάνει να σπας τα δόντια σου

-έλα αυτό φέρε μην φύγεις μην έρθεις-

κλίνεις τους τύπους της υποτακτικής και της προστακτικής

ξυπνάς στον ύπνο σου κοιτάς αν φεύγει ή αν έρχεται η αίσθηση

τα σάλια στο μαξιλάρι αν είναι νωπά

το σώμα πού έφυγε και γύρισε

και μετράς δίχως έλεος και λες και λες και λες

-λες πολλά και τίποτα-

ανοίγεις τα μάτια σου και κοιμάσαι ξύπνιος

στο τασάκι η κάφτρα που έχει σβήσει και γιατί μια μυρωδιά καπνού ακόμη στα ρούχα στα σεντόνια

οι φωνές που δεν ηχούν μέσα μου και θέλω να τις ξανακούσω να φωνάζουν

τα αδιόρατα ξυπνητήρια της μνήμης και της

αδυναμίας η αφύπνιση

ξυπνάς και μέσα σου δεν ξέρεις τι γίνεται

και μετά λούζεσαι ντύνεσαι περπατάς

ποτέ από το πεζοδρόμιο και πάντοτε στο δρόμο

και λες στην άσφαλτο στη δουλειά στο τίποτα

πώς από το δύο από το τρία από το άπειρο

από μια πόρτα μια πόρτα μια πόρτα

κάθε μέρα και στο πουθενά

θυμώνεις ιδρώνεις μυρίζεις κλέβεις από τη ζωή

γιατί πια δεν είσαι

ένας

άλλα ένας εαυτός.

 

Advertisement