Πρωί. Στις 8.00 το πρωί.Λίγο πριν κρατήσει τα σκουπίδια στο χέρι για να βγει στο δρόμο, κοίταξε την πόρτα που κλείνει. Ψαχούλεψε το κλειδί στην τσέπη του παντελονιού, έσβησε το φως και άρχισε να μονολογεί ως τον κάδο των σκουπιδιών. Με μια γενναία κίνηση προσπέρασε το δρόμο χωρίς να κοιτάξει γύρω και άρχισε να κατηφορίζει προς τη λεωφόρο. Δεν υπήρχε κανένα αόρατο νήμα που να συνδέει αυτές τις τυπικά επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις. Αν και κάποιος θα ξέρει πως το φανάρι, όταν είναι κόκκινο, δεν επιτρέπεται να διασχίσεις ένα δρόμο, εκείνος κοίταξε το μαύρο του παπούτσι που δεν είχε σκουπιστεί καλά με τη βούρτσα και συνέχισε το δρόμο του προς τη στάση του λεωφορείου. Όταν η ώρα ήταν και δεν ήταν αυτή που έπρεπε για να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό του, στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας και περίμενε. Υπήρχε φασαρία, αυτή που συνηθίζεις και δεν σου κάνει κόπος να αντιδράσεις. Σταμάτησε το λεωφορείο, ανέβηκε αφήνοντας πίσω του τη στάση και άρχισε να κλαίει.
Στις 8.00 το πρωί είναι Δευτέρα. Ο δρόμος του δρόμου που χρειάζεται για να φτάσει δεν είναι και πολύ μακρύς. Αλλά είναι σαν να λες για τα πρόσωπα που ξέρεις ότι δεν τα ξέρεις, έτσι κι ο δρόμος σαν μικρός και μεγάλος. Στον κάδο των σκουπιδιών τα απομεινάρια από μισοφαγωμένα φαγητά πεταμένα κρύα. Και γενναία θα άφηνα το δρόμο πίσω μου χωρίς να βλέπω ποιος έρχεται αν αυτοκίνητο αν άνθρωπος μόνο να ακούω, σκέφτηκε. Δεν τού άρεσε να σκέφτεται καθώς κατηφόριζε προς τη στάση, μόνο το ψαχούλεμα του κλειδιού και πόσο κάνει 10 – 6,70. Το κέρμα του ευρώ είναι ελληνικό ή αυτό από τη Σλοβενία που είδες τις προάλλες, σπάνιο είναι; σε ρώτησε, όχι,τι σπάνιο! Και έτσι με μέρες και με αδιάκοπες μέρες προτίμησε τα δύσκολα μάτια και τις μισές λέξεις. Δεν υπάρχει λόγος να στεκόμαστε στο δρόμο, όταν ο δρόμος είναι άδειος, μιλούσε και δεν του απαντούσε κανείς, πάρε τους γεμάτους δρόμους να δεις. Πάντοτε χαιρόταν τους γεμάτους δρόμους και φοβόταν τους άδειους δρόμους. Κι ας ήταν μέρα, ήταν φόβος. Στο παραλίγο πριν έρθει το λεωφορείο στη στάση δεν είχε άλλο, να μην αντέξει. Μπήκε στο λεωφορείο με τη μηνιαία κάρτα, άνοιξε το παράθυρο που και χειμώνα δεν το ανοίγεις και δεν είπε να τού βάλει μέσα του φρένο.
Στις 8.00 το πρωί δεν υπάρχει καφές. Όχι, έχω, αλλά όχι το χρόνο να φτιάχνω, έχω να μη σκέφτομαι το χρόνο. Έχω και δεν έχω δεν με πείραξε ποτέ, προσπάθησα να μην παίζω με τον εαυτό μου το παιχνίδι των τύψεων στις πρωινές μου ώρες. Δεν ξέρω αν αφηγούμαι ή αν με αφηγείται μια φωνή πάντως από μέσα μου είναι μέρες που θα μού ήταν πιο βαριά μια αδράνεια. Αλλά ίσως και αυτό να τόν χώριζε από την αδράνεια. Η αδράνεια να φτάσει ως αυτή. Τα σκουπίδια είναι και πάλι πολλά και δεν μ’αρέσει η μυρωδιά από το καπάκι όταν ανοίγει, όταν κλείνει είναι καλύτερα. Τα χέρια σου ακόμα είναι στικτά και βλέπεις έναν ανθισμένο κήπο, μονολογούσε ή έγραφε στο μυαλό του να θυμηθεί. Είχε καιρό να θυμηθεί, έτρεχε να δει αν η επόμενη μέρα θα τόν άντεχε και δεν ήξερε αν τόν άντεχαν αυτές που πέρασαν. Το λεωφορείο δεν φαινόταν αν έχει περάσει. Στις τόσες του μήνα ήταν που άλλαζαν οι ώρες των δρομολογίων και χανόταν στο μυαλό του. Δεν σκέφτηκε όταν έφτασε το λεωφορείο στη στάση. Άπλωσε το χέρι και άντεξε να σπρώξει το βάρος του. Όταν στάθηκε κοντά στο τζάμι δε δίστασε να σπρώξει από μέσα του και όλα τα άλλα βάρη.
Έχω μια μουσική από ένα βαλς. Τριάντα δευτερόλεπτα, σαράντα. Όταν δεν το άκουγα, το θυμόμουν, το είχα ακούσει δυνατά και ήθελα να το ακούσω δυνατά. Έτσι είναι κι ο λεκές. Δεν φεύγει. Προσπαθείς να τον βγάλεις από το ρούχο και νιώθεις ότι είναι πάνω σου. Και δεν φεύγει συχνά. Είναι λίγες οι φορές που οι λεκέδες μου με κάνουν να αισθάνομαι βρώμικος.Με κάνουν να φταίω. Φοβάμαι να με κατηγορήσουν για να μην είμαι αυτό που μ’αρέσει να κατηγορώ τους άλλους. Να!, κλείνοντας τον κάδο με τα σκουπίδια νιώθω πως έχω βρώμικα χέρια, μετά τη διώχνω αυτή τη σκέψη, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού και παίζω με τα κέρματα. Κάποτε σαν σε όνειρο, με είχα δει να κάθομαι με μια βαλίτσα στη μέση του σταθμού περιμένοντας το κάθε τρένο. Δεν είχα φοβηθεί. Ούτε γενικά φοβάμαι τα τρένα. Αλλά κάθε τρένο. Τα παπούτσια μου μού φαίνονται βρώμικα. Θα τα σκουπίσω με χαρτομάντηλο μόλις περάσω βιαστικά το δρόμο. Δεν είχα ούτε θυμάμαι να έχω καθυστερήσει πολύ να φτάσω. Το πολύ πέντε λεπτά καθυστέρηση. Με το δικό μου χρόνο. Όταν ακούμπησα στη στήλη της στάσης θυμήθηκα ότι έχω την κάρτα μου μαζί για να μπω. Τη μηνιαία κάρτα. Θα μπω και θα καθίσω σε όποια θέση θέλω ή όρθιος, ό,τι επιλέξω. Δεν ήταν πριν φτάσει το λεωφορείο που σκέφτηκα. Όταν είχα πιάσει τη βαλίτσα για να πάω στο σταθμό είπα θα ανεβώ στο κάθε τρένο και για όπου. Είχα ή δεν είχα τότε εισιτήριο; Κι αν έμπαινα σε κάθε τρένο θα έπρεπε να βρω το εισιτήριο κάθε τρένου; Κι είπα ο μόνος τρόπος για να νιώσω κάθε τρένο είναι να περάσει από πάνω μου. Με όλη του τη δύναμη ή χωρίς. Και στάθηκα με τη βαλίτσα μου ακίνητος στις ράγες. Δεν ήξερα ότι έτσι έχανα κάθε τρένο. Σε δύο λεπτά το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και εγώ μπήκα μέσα.

Advertisement