Μαμά, η θάλασσα έχει φύκια. Έχει κι αυτή. Όλο μαύρα γύρω γύρω. Στο παραμύθι ήταν που έπεφτε στο νερό σαν το βούρκο βαθύ και πηχτό και οι κοτσίδες απ’τα μαλλιά της μπλέκονταν και δένονταν στα φύκια. Έτσι πνίγηκε και το σώμα της- άψυχο από ώρες και σαν πάλλευκο,άσπρο- το ξέβρασε στην όχθη και το είπαν προμήνυμα κακό. Έβαλαν τον παπά να ευλογήσει τον τόπο που βρέθηκε το άσπρο της το σώμα και κοιτούσαν από μακριά, δεν ζύγωνε κανείς. Και ήταν σαν τόπος μαρτυρίου και εξαγνισμού την ίδια στιγμή.

Από εκεί που μπορούσες να διακρίνεις φαίνονταν τα αίματα. Είχε ανοίξει η μύτη και έσταζε το αίμα στάλες-στάλες σαν να ήταν πολύ. Τόν είχαν φωνάξει όχι για να γυρίσει αλλά για να τόν δουν να τρέχει η μύτη του. Είχε πέσει στην άκρη του δρόμου τώρα, ένας μπόγος από ρούχα και χέρια-πόδια ανάκατα. Όταν τόν είχαν πρωτοδεί στο χωριό ήταν δε θα ήταν πέντε χρονών. Καταλάβαινε και δεν καταλάβαινε και ήταν από τους λίγους που δεν ήξεραν ούτε την μπάλα να πετάξουν ούτε με την πέτρα να χτυπήσουν. Έμεινε μόνος ως τώρα και δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν κατάφερε να τούς αποφύγει. Έτρεχε γιατί φοβόταν μην τόν χτυπήσουν και το τρέξιμό του-αργό και συρτό- δεν τον βοηθούσε να μην τόν φτάσουν. Ώσπου ένα απόγευμα, πάνω στο τρέξιμο και στο γιουχάϊσμα, άνοιξε από μόνη της η μύτη του και ενώ έσταζε το αίμα στην αρχή στο πρόσωπο και λιγότερο στα ρούχα του, η όψη του -με το αίμα να κυλάει ανάμεσα στα δόντια -τους έκανε να σταματήσουν. Η ακατανόητη αυτή εκεχειρία κράτησε για λίγα λεπτά το πολύ, μέχρι στην άκρη του μυαλού να μείνει ότι έτρεξε το αίμα και κάποτε θα σταμάταγε. Έτσι-με τα ρούχα και το πρόσωπο με ξεραμένο αίμα-γύρισε σπίτι. Από τότε ήταν πιο ωραίο να τον κυνηγούν μέχρι να τρέξει από τη μύτη του το αίμα. Τότε καθισμένος σε μια γωνιά περίμενε το αίμα να σταματήσει ανοίγοντας τα πόδια και στερεώνοντας προς τα μπρος το κορμί του. Όταν δε θα υπάρχει αίμα, δε θα υπάρχει και λόγος, έλεγαν. Εκείνος τρομαγμένος αλλά και ήσυχος σκούπιζε ό,τι μπορούσε και κάθε πρωί περνώντας από την πλατεία, εκεί που όλοι-μικροί και μεγάλοι όταν μαζί τον κοιτούσαν με συμπόνια, γύριζε τα μάτια προς τα κάτω για να αποφύγει το βλέμμα αλλά με μια ανείπωτη ασφάλεια και ησυχία μέσα του σκεφτόταν ότι και σήμερα είναι πάλι εκεί.

Σε μια απλωμένη ομίχλη βρέθηκε απρόσμενα. Σταμάτησε το αυτοκίνητο όπως μπορούσε και κατέβηκε. Ήταν η ώρα έξι το απόγευμα και μπορούσε να διακρίνει τα φώτα από το απέναντι ρεύμα, αν ερχόταν τίποτα ποτέ. Έτσι ήσυχα μπήκε στην ομίχλη που άρχισε από αραιή να γίνεται πιο πυκνή και πάλι σαν να ήταν ένα κουκούλι. Όλο έρχομαι προς τα εδώ, σκέφτηκε. Απλώς δεν ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να μπω μέσα της. Μπορώ και ζωγραφίζω πάνω της με τα δάχτυλά μου, ανάβω τσιγάρο και βλέπω τη φλόγα, απλώνομαι και τη σκίζω και μέσα της νιώθω σαν να μη φαίνομαι, σαν να μην υπάρχω. Μην είναι η ώρα έξι μην είναι οκτώ. Όταν θα βγω θα δω αυτά τα ούρια που λένε των ανέμων. Δεν είχε πού να το πει, πού να σταθεί. Και ένιωσε σαν έμεινε χωρίς. Η ομίχλη δε διαλύθηκε για αρκετή ώρα.

Advertisement