To σκηνικό του έργου ρεαλιστικό. Παρασταίνει μέρος από ένα γραφείο δεύτερου ορόφου ημιφωτισμένο από μια ακίνητη συννεφιά. Υπάρχει μια ανοιχτή πόρτα, τοίχοι ξεβαμμένοι και άσχημοι, γραφεία παραταγμένα αντικριστά και καρέκλες και γεμάτες και άδειες. Τέλος άνοιξης αρχές καλοκαιριού. Λίγο πριν αρχίσει να βραδιάζει. Φορούσε ίσως και μαύρα. Το βλέμμα της καρφωμένο στο πάτωμα. Το πάτωμα καθαρισμένο και βρώμικο. Τήν κοιτάζει και περιμένει να μιλήσει. Τα μάτια της έχουν εστιάσει στο πάτωμα. Μετράει το μήκος και το πλάτος. Τής φαίνεται πως χωράει. Τής φαίνεται πως χωράει σε τέτοιων διαστάσεων τάφο.

Γυναίκα : Δε θέλω να πω τίποτε άλλο.

Άνδρας : Συνεχίστε. Κάθε απομεσήμερο, φέτος την άνοιξη, σχεδιάζατε με το σύζυγό σας να φύγετε από τη χώρα σας;

Γυναίκα : Ναι. Αν και η φυγή ήταν σα μαντρωμένη με ένα φράχτη. Για να περάσεις έπρεπε να πληρώσεις εισιτήριο.

Άνδρας : Kαι τι κάνατε γι’αυτό; ( To φως αρχίζει σιγά σιγά ν’ αλλάζει, καθώς η γυναίκα προχωρεί στην αφήγησή της. Το πρόσωπο του άνδρα μένει στη σκιά)

Γυναίκα : Μαζεύαμε απ’ όπου μπορούσαμε. Όλοι, έβλεπα και τα παιδιά και χαιρόμουν μέσα μου και ας έκαναν ό,τι έβρισκαν γι’αυτά τα χρήματα. Μια μέρα ο άνδρας μου μού αγόρασε ένα λευκό μαντήλι. Γέλασα και τού είπα : Όταν θα φτάσουμε απέναντι, θα είναι το μόνο που θα φοράω στα μαλλιά μου. Ήταν καμωμένο από ένα ύφασμα που όταν έμπαινε στο νερό γινόταν ολότελα διάφανο. (Η φωνή της γίνεται επιτακτική)  Τού τα δίναμε ό,τι μαζεύαμε. Πέντε άνθρωποι. Μόνο το μωρό δε μπορούσε να μαζέψει. Αυτός ήταν η γέφυρά μας με τη ζωή. Ο άνδρας μου έγραφε στο σημειωματάριο τα χρήματα που τού είχαμε δώσει και το σημειωματάριο φαινόταν να μεγαλώνει και να γίνεται γαλάζιο και άδειο σαν την απέραντη άδεια γαλάζια θάλασσα και τον ουρανό. Και, σε λίγο, όταν μπήκαμε για τα καλά στην άνοιξη μάς είπε ότι θα περάσουμε. Το είπα χαρούμενη στα παιδιά μου που έλεγαν ότι κάνουν παρέα με συμμορίες από αλητόπαιδα.

Άνδρας : Ποιοι θα έρχονταν μαζί σας;

Γυναίκα : Ολόκληρο χωριό μαζευόταν. Ακόμα και αυτά τα πεινασμένα αλητόπαιδα που σκαρφάλωναν στο φράχτη θα ήθελα να έρχονταν μαζί μου. Σαν τους γλάρους μου φαίνονταν έτσι σκαρφαλωμένοι στο φράχτη. Τα μάτια τους μαύρα.

Άνδρας : Ύστερα; Τι έγινε;

Γυναίκα : Τότε μια μέρα από εκείνες τις άσπρες φλογερές μέρες όχι τις γαλάζιες αλλά τις κάτασπρες …

Άνδρας : Λοιπόν;

Γυναίκα : Ετοίμασα ό,τι μπορούσα να πάρω. Έτριβα τα χέρια μου με αλάτι για να μην ξαναγυρίσω όπου δε θα μπορέσω να ζήσω. Πρόσεχα και το μωρό. Πιο πολύ τον άνδρα μου γιατί ήξερα πως ήταν τρομαγμένος και τόν ενοχλούσε η καρδιά του.

(Όσο κρατάει ο μονόλογος της γυναίκας τα φώτα άλλαξαν : έχει σκοτεινιάσει κι ένας ζεστός άσπρος προβολέας φωτίζει τη γυναίκα)

Γυναίκα : Νομίζω πως πρέπει να πάμε κατά το Βοριά, έλεγε όλη την ώρα, νομίζω πως δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα πια στην πατρίδα, τίποτα πια, δε συμφωνείς; Κι εγώ έτσι νόμιζα. Όταν περάσαμε νύχτα το συρματένιο φράχτη κοντά στο λιμάνι για να βγούμε στη θάλασσα είδα ένα ζητιανάκι να μας κοιτάζει ακουμπισμένο στο συρματόπλεγμα. Ήταν τρομαχτικά αδύνατο και μαύρο κι  έμοιαζε με μαδημένο πουλί. Με κοιτούσε και ήξερα ότι κοιτούσε το μαντήλι μου. Αν ήταν ένας γλάρος θα τού φάνταζε ελκυστικό το λευκό αυτό χρώμα …

Άνδρας : Συνεχίστε

Γυναίκα : Δε γύρισα ξανά να κοιτάξω το παιδί ακόμη κι αν το έδιωχναν από εκεί με μπαστουνιές. Ανέβηκα και κουλουριάστηκα. Δεν καταλάβαινα πότε θα ξεκινούσαμε μόνο αν δε με ξυπνούσε η ανάγκη του μωρού κι ένας ήχος που σαν να ερχόταν από την παραλία λες και κάποιος είχε πάρει κομμάτια από μέταλλα, τα είχε ισιώσει και τα χτυπούσε με ραβδί σαν πολεμική επέλαση

Άνδρας : Σαν κύμβαλα;

Γυναίκα : Nαί, κύμβαλα. Και σαν να είχε χαρτοσακούλες … κάτι από στρατσόχαρτο … με ένα σπάγγο μέσα που τον τέντωνε και τον άφηνε και έκανε έναν ήχο σαν … τρομπέτα. Ούμπα, ούμπα, σαν τρομπέτα. Κι ήταν τόσο άδεια από ήχο όλα τα άλλα. Ο άνδρας μου καθόταν αμίλητος. Πίστευε πως κανείς μας σ’αυτή τη βάρκα δεν είχε το δικαίωμα να παραπονεθεί για τις πράξεις των άλλων με οποιοδήποτε τρόπο … Ακόμα κι όταν ήξερε πως κάτι ήταν απαίσιο ή κακό. Κι ο άνδρας μου δεν ήταν πότε του σίγουρος πως μπορούσε οτιδήποτε να είναι κακό.

Άνδρας : Μέχρι που;

Γυναίκα :  O oυρανός ήταν μαύρος. Βλέπαμε και δε διακρίναμε. Ώσπου από μακριά σαν να εμφανίστηκε ένα φως σαν μέσα στη θάλασσα ή μες στον ουρανό ένα άσπρο κόκαλο να είχε πάρει φως. Άρχισα να ακούω κι άλλες φωνές.

Άνδρας : Και τι κάνατε;

Γυναίκα : Πήγα στα παιδιά μου που κοιμούνταν.Ήθελα να τα ξυπνήσω. Είχα καταλάβει γιατί ακούγονταν οι φωνές. Τα σήκωσα σπρώχνοντας τα και πήγαμε δίπλα στον άνδρα μου. Ο άνδρας μου είχε παραλύσει.

Άνδρας : Τού είπατε κάτι;

Γυναίκα : Ήθελα να του πω : »πάμε να φύγουμε», αλλά δεν ήξερα πως θα ακουστεί. Δεν ήξερα ποιο σημείο της βάρκας θα μπει πρώτο μες στη θάλασσα. Ήξερα πως τόν πονούσε το στήθος του από τους χτύπους της καρδιάς του. Αν μπορούσε θα περπατούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, αλαφιασμένος. Ήταν παράξενο…

Άνδρας : Τι;

Γυναίκα : Aκουγόταν πάλι στ’αυτιά μου αυτή η μουσική, τόσο πιο πολύ δυνάμωνε και ζύγωνε, το ούμπα ούμπα. Δεν ξέρω πώς άρχισε να μας αγκαλιάζει η θάλασσα, το νερό. Φώναξα. Άκουγα και άλλους να φωνάζουν. Άκουσα και τον άνδρα μου να φωνάζει κι αυτός… μόνο μια φορά. Προσπαθούσα να μη μας πάρει το νερό. Δεν ήξερα ποιος είναι ο δρόμος, πού είναι ο δρόμος. Το νερό έχει αλάτι θυμήθηκα. Κι η θάλασσα σαν κοπάδι πουλιά άρπαζε τα σώματα. Σώματα γυμνά που τα ξέσκιζε κομμάτια με τα χέρια της, με μαχαίρια ή με εκείνες τις τενεκεδένιες κονσέρβες έκοβε κομμάτια από τα σώματα των ανθρώπων και τα έχωνε στο μαύρο, άδειο, μανιασμένο της στόμα. Δεν ακουγόταν τίποτα πια.

(Το βλέμμα της εστιάζει ξανά στο πάτωμα, στις διαστάσεις του).

Άνδρας : (ύστερα από λίγο, σκεφτικά, στο κενό) Νομίζω πως θα’πρεπε, τουλάχιστο, να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα ότι η ιστορία της κοπέλας είναι αληθινή…

(πάνω στο κείμενο του Τ. Ουίλλιαμς)