Στα όρια του Σι

-Θα κάνουμε μία συμφωνία, μου είπε, κοιτώντας τα χέρια μου να μιλάνε. Θα το λέμε Σι. Και θα είναι δικό μας κοινό μυστικό, θα το λέμε,όταν δε θέλουμε να το πούμε με άλλο τρόπο. Κι όταν σκέφτεσαι ότι θέλεις να το φωνάξεις, ότι η φωνή σου θέλεις να βγαίνει από τις άκρες των δαχτύλων σου, θα το φωνάζεις μέσα σου Σι και ξανά Σι και αυτοί που δε θα το ξέρουν θα σε κοιτούν περίεργα, αλλά θα είναι ένας δικός σου κόσμος, το δικό σου Σι.

Χτύπησα την πόρτα του στις τρεις παρά τέταρτο. Δεν είχα επίγνωση του χρόνου, ήξερα αυτό που ήθελα να πω.

-Λοιπόν, εγώ αυτό που θέλω να πω είναι ότι τα μάγια, μόνο αν τα πετάξεις στη θάλασσα, μπορούν να λυθούν. Τα πετάς και τα βουλιάζεις και φεύγεις. Εγώ αυτό θέλω να κάνω. Να πάω στη θάλασσα και να τα πετάξω όλα. Εκεί που φεύγουν τα πλοία για Κυκλάδες, εκεί μέσα θέλω, στην Άστιγγος δίπλα και να έχει φασαρία, να μην είναι τίποτε το διαφορετικό, μια συνηθισμένη κοινή πράξη. Μια κοινή πράξη. Όχι μια καθημερινή.Mε φoβίζει η ασχήμια μιας καθημερινής πράξης. Αυτό είναι που έλεγα όλη την ώρα, όπως περίμενα στη στάση και δεν είχε κρύο, αλλά δεν ένιωθα τα χέρια μου. Κι εγώ αυτό δεν το έχω σαν Σι και σαν οτιδήποτε άλλο, το γέννησα και το εξέθρεψα και τώρα το βουλιάζω. Πού θα το πω , πού ήθελα να το πω;

Ο Γ. μού είπε να ειπωθεί με λέξεις. Εγώ γι’αυτό ήρθα, αυτό ήθελα να πω. Πάνω απ’όλα δεν είναι ωραίο να βλέπεις τηλεόραση τη νύχτα και να είναι σκοτάδι. Αν δεν ανάψεις το φως στο χωλ, κοιτάς να σύρεις την πόρτα σιγά σιγά, μην εμφανιστεί κανένας με κουκούλα ή με μαχαίρι και να είναι νύχτα. Μετά δεν είναι και ωραίο να μην έχεις να το πεις, φοβήθηκα και ήταν ή δεν ήταν δίκαιο. Να το λέμε με λέξεις. Μετά σκέφτηκα αν όλο αυτό ήταν μια υπνοθεραπεία χωρίς ίχνος σκέψης, δε θα ήταν φυσικό να βρισκόμαστε σε ένα δάσος που στα κλαδιά των δέντρων φυτρώνουν λέξεις και κόβοντας μια λέξη μένει άδειο το κλαδί, αλλά ξέρεις ότι θα έρθει από κάτω μια νέα λέξη να γονιμοποιήσει το κλαδί εκεί που κόπηκε και αν φύτρωναν αυτές οι λέξεις και βλάσταιναν καθώς έπεφταν θα γεννούσαμε νέες λέξεις και δε θα υπήρχε ο φόβος του κενού, μόνο ο φόβος να μη μείνουν παρά μόνο τα λόγια.

Στις οκτώ παρά τέταρτο Σι. Στις εννιά και τέταρτο Σι. Στις εννέα και είκοσι τρία Σι.

Με πήραν τηλέφωνο για μια έρευνα. Δεν μπορούσα να απαντήσω, να πας στους πρόσφυγες τα πράγματα στην πύλη εκεί στο λιμάνι έλεγα, να πας τα πράγματα στους πρόσφυγες, τα ρούχα σου δεν τα φοράς, τα κρατάς στην ντουλάπα μπας και αδυνατίσεις και όλο αντιδράς, όταν δεν μπορείς να κάνεις μια νέα αρχή και δεν μπορεί να είναι η αρχή του τέλους η σιγουριά και δεν μένει να είναι μια καρέκλα ζεστή, μένει μια καρέκλα όταν είναι στέρεη και τα παπούτσια σου τα παλιά να δώσεις και ποιος θα φοράει νούμερο 46 πρόσφυγας, λες και ο πρόσφυγας δεν μπορεί να έχει μεγάλο πόδι και αν τους δεις στο ασανσέρ θα τους μιλήσεις και πώς και γιατί να έχεις το κεφάλι χαμηλά λες και δεν ήταν επιτυχία και αυτό ήταν να ξέρεις τους πήγε ο πατέρας σου μπανάνες, ένα τσαμπί μπανάνες και έτρεξαν τα παιδάκια να τα πάρουν κι εσύ μια μπλούζα, ένα τίποτα από αυτά που σού έχουν ξεφτίσει και δεν μπορούσα να απαντήσω στην έρευνα, είναι χαζή δικαιολογία πως τώρα δεν μπορείς.

Ποιος θα μου πει τι ώρα είναι;

Εγώ αυτό ήθελα  να πω. Η ώρα ήταν επτά και τριάντα πέντε.

Δεν υπάρχει περίπτωση να μην ταιριάζει με την ψυχοσύνθεσή μου, αυτό που λέω θα πω. Έβαλα να ακούσω το »Μπουμ». Ακουγόταν ο Παπακωνσταντίνου μέσα από τα θραύσματα και σκέφτηκα ότι κι εγώ θα ήταν δίκαιο να είμαι ο Παπακωνσταντίνου, αν ήμουν τραγουδιστής θα έπρεπε να είμαι ο Παπακωνσταντίνου και να μην  είμαι κάποιος άλλος, γιατί ο κάποιος άλλος που ήθελα να είμαι δεν είχε τη φωνή του Παπακωνσταντίνου κι εγώ αφού δεν κατάφερα να το νιώσω μέσα στο δέρμα μου την αίσθηση της ζωής που χάνεται και αφού αυτό που ήθελα και έπρεπε να είμαι δεν ήταν τόσο στον τόπο μου βαθύ θα έπρεπε να είμαι τουλάχιστον ο Παπακωνσταντίνου για να αξιωθώ το βαθύ να το έχω στη φωνή μου. Δεν μπορείς να κλαις επειδή δεν είσαι ο Παπακωνσταντίνου, αυτό είναι πολύ δύσκολο Σι.

Τρέξε να προλάβεις, μού έλεγα. Τρέξε να προλάβεις. Όχι δεν φεύγει το πλοίο, δε θα πας στο πλοίο, στο λιμάνι θα πας, τρέξε να προλάβεις. Δεν το περίμενα ότι ήταν επτά και τριάντα πέντε. Είχα στον ώμο την τσάντα τη γαλάζια με τα κίτρινα κορδόνια των σκουπιδιών των πολλών. Ποιος παραιτήθηκε από το Φεστιβάλ;, σκεφτόμουν και τόν άκουγα να μου λέει φωναχτά, σχεδόν στα όρια του Σι, ότι δεν είναι λόγος να ψάχνεις ποιος παραιτήθηκε από το φεστιβάλ, αλλά γιατί βιάζεσαι και γιατί δε λες το λόγο που βιάζεσαι στον εαυτό σου και γιατί κατεβαίνεις τρέχοντας τη Βενιζέλου, ενώ κάποτε κοίταγες το άνοιγμα στον ορίζοντα του ματιού ανάμεσα στις πολυκατοικίες και μου μιλούσε στα όρια του Σι, ενώ βαστούσα τη σακούλα των πολλών των σκουπιδιών. Και κοιτώντας μια στιγμή στο δρόμο ένα παράθυρο ψηλά σε μια πολυκατοικία ξένη, σκέφτηκα πόσο ηλίθιοι είναι οι δρόμοι που μένουν ίδιοι και πόσο ηλίθιοι είναι ήθελα να φωνάξω αυτοί οι δρόμοι που δεν αλλάζουν, που έμειναν ίδιοι και μετά μην μπορώντας να εστιάσω είπα να πω στον εαυτό μου ότι βιάζομαι γιατί είναι επτά και τριάντα πέντε και τα φώτα στις κολώνες του δήμου δεν έχουν ανάψει και ότι το έλεγε πάντα και το άκουγα σα μια στιγμή και σα μια απόφαση της ζωής μου ότι η πιο ωραία ώρα της ημέρας είναι πριν ανάψουν τα φώτα του δήμου και έλεγα να το ζήσω μέχρι το τέλος του δρόμου προτού ανάψουν τα φώτα και ότι έτσι δε χάνεται αυτό, να μην ανάψουν τα φώτα και ένιωθα το πόδι μου να πονάει, εγώ δεν ήρθα για να πω αυτό, εγώ ήρθα για να πω πόση ασχήμια κρύβει μια  πράξη καθημερινή , να το λέμε Σι, πόση ασχήμια κρύβει μια πράξη καθημερινή , να το λέμε Σι και κοιτώντας αυτό το παράθυρο στην πολυκατοικία την ξένη ένιωσα το τρεμόσβησμα από το φως της κολώνας εκεί λίγο πιο χαμηλά από την Ηρώων Πολυτεχνείου και είπα πως αυτό δεν είναι ζωή ή τουλάχιστον δεν θα μπορεί να είναι ζωή και στρέφοντας τα μάτια προς τον ουρανό ένιωσα τα χείλη μου υγρά και το σάλιο μου να τρέχει στα πλάγια από το ανοιχτό μου στόμα και ήταν αυτό που μ΄έκανε και ντράπηκα βαθιά και έβαλα τα κλάματα άγρια γελώντας.

ομίχλη

Μαμά, η θάλασσα έχει φύκια. Έχει κι αυτή. Όλο μαύρα γύρω γύρω. Στο παραμύθι ήταν που έπεφτε στο νερό σαν το βούρκο βαθύ και πηχτό και οι κοτσίδες απ’τα μαλλιά της μπλέκονταν και δένονταν στα φύκια. Έτσι πνίγηκε και το σώμα της- άψυχο από ώρες και σαν πάλλευκο,άσπρο- το ξέβρασε στην όχθη και το είπαν προμήνυμα κακό. Έβαλαν τον παπά να ευλογήσει τον τόπο που βρέθηκε το άσπρο της το σώμα και κοιτούσαν από μακριά, δεν ζύγωνε κανείς. Και ήταν σαν τόπος μαρτυρίου και εξαγνισμού την ίδια στιγμή.

Από εκεί που μπορούσες να διακρίνεις φαίνονταν τα αίματα. Είχε ανοίξει η μύτη και έσταζε το αίμα στάλες-στάλες σαν να ήταν πολύ. Τόν είχαν φωνάξει όχι για να γυρίσει αλλά για να τόν δουν να τρέχει η μύτη του. Είχε πέσει στην άκρη του δρόμου τώρα, ένας μπόγος από ρούχα και χέρια-πόδια ανάκατα. Όταν τόν είχαν πρωτοδεί στο χωριό ήταν δε θα ήταν πέντε χρονών. Καταλάβαινε και δεν καταλάβαινε και ήταν από τους λίγους που δεν ήξεραν ούτε την μπάλα να πετάξουν ούτε με την πέτρα να χτυπήσουν. Έμεινε μόνος ως τώρα και δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν κατάφερε να τούς αποφύγει. Έτρεχε γιατί φοβόταν μην τόν χτυπήσουν και το τρέξιμό του-αργό και συρτό- δεν τον βοηθούσε να μην τόν φτάσουν. Ώσπου ένα απόγευμα, πάνω στο τρέξιμο και στο γιουχάϊσμα, άνοιξε από μόνη της η μύτη του και ενώ έσταζε το αίμα στην αρχή στο πρόσωπο και λιγότερο στα ρούχα του, η όψη του -με το αίμα να κυλάει ανάμεσα στα δόντια -τους έκανε να σταματήσουν. Η ακατανόητη αυτή εκεχειρία κράτησε για λίγα λεπτά το πολύ, μέχρι στην άκρη του μυαλού να μείνει ότι έτρεξε το αίμα και κάποτε θα σταμάταγε. Έτσι-με τα ρούχα και το πρόσωπο με ξεραμένο αίμα-γύρισε σπίτι. Από τότε ήταν πιο ωραίο να τον κυνηγούν μέχρι να τρέξει από τη μύτη του το αίμα. Τότε καθισμένος σε μια γωνιά περίμενε το αίμα να σταματήσει ανοίγοντας τα πόδια και στερεώνοντας προς τα μπρος το κορμί του. Όταν δε θα υπάρχει αίμα, δε θα υπάρχει και λόγος, έλεγαν. Εκείνος τρομαγμένος αλλά και ήσυχος σκούπιζε ό,τι μπορούσε και κάθε πρωί περνώντας από την πλατεία, εκεί που όλοι-μικροί και μεγάλοι όταν μαζί τον κοιτούσαν με συμπόνια, γύριζε τα μάτια προς τα κάτω για να αποφύγει το βλέμμα αλλά με μια ανείπωτη ασφάλεια και ησυχία μέσα του σκεφτόταν ότι και σήμερα είναι πάλι εκεί.

Σε μια απλωμένη ομίχλη βρέθηκε απρόσμενα. Σταμάτησε το αυτοκίνητο όπως μπορούσε και κατέβηκε. Ήταν η ώρα έξι το απόγευμα και μπορούσε να διακρίνει τα φώτα από το απέναντι ρεύμα, αν ερχόταν τίποτα ποτέ. Έτσι ήσυχα μπήκε στην ομίχλη που άρχισε από αραιή να γίνεται πιο πυκνή και πάλι σαν να ήταν ένα κουκούλι. Όλο έρχομαι προς τα εδώ, σκέφτηκε. Απλώς δεν ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να μπω μέσα της. Μπορώ και ζωγραφίζω πάνω της με τα δάχτυλά μου, ανάβω τσιγάρο και βλέπω τη φλόγα, απλώνομαι και τη σκίζω και μέσα της νιώθω σαν να μη φαίνομαι, σαν να μην υπάρχω. Μην είναι η ώρα έξι μην είναι οκτώ. Όταν θα βγω θα δω αυτά τα ούρια που λένε των ανέμων. Δεν είχε πού να το πει, πού να σταθεί. Και ένιωσε σαν έμεινε χωρίς. Η ομίχλη δε διαλύθηκε για αρκετή ώρα.

κάθε τρένο

Πρωί. Στις 8.00 το πρωί.Λίγο πριν κρατήσει τα σκουπίδια στο χέρι για να βγει στο δρόμο, κοίταξε την πόρτα που κλείνει. Ψαχούλεψε το κλειδί στην τσέπη του παντελονιού, έσβησε το φως και άρχισε να μονολογεί ως τον κάδο των σκουπιδιών. Με μια γενναία κίνηση προσπέρασε το δρόμο χωρίς να κοιτάξει γύρω και άρχισε να κατηφορίζει προς τη λεωφόρο. Δεν υπήρχε κανένα αόρατο νήμα που να συνδέει αυτές τις τυπικά επαναλαμβανόμενες καθημερινές πράξεις. Αν και κάποιος θα ξέρει πως το φανάρι, όταν είναι κόκκινο, δεν επιτρέπεται να διασχίσεις ένα δρόμο, εκείνος κοίταξε το μαύρο του παπούτσι που δεν είχε σκουπιστεί καλά με τη βούρτσα και συνέχισε το δρόμο του προς τη στάση του λεωφορείου. Όταν η ώρα ήταν και δεν ήταν αυτή που έπρεπε για να φτάσει έγκαιρα στον προορισμό του, στάθηκε κάτω από το μπαλκόνι της πολυκατοικίας και περίμενε. Υπήρχε φασαρία, αυτή που συνηθίζεις και δεν σου κάνει κόπος να αντιδράσεις. Σταμάτησε το λεωφορείο, ανέβηκε αφήνοντας πίσω του τη στάση και άρχισε να κλαίει.
Στις 8.00 το πρωί είναι Δευτέρα. Ο δρόμος του δρόμου που χρειάζεται για να φτάσει δεν είναι και πολύ μακρύς. Αλλά είναι σαν να λες για τα πρόσωπα που ξέρεις ότι δεν τα ξέρεις, έτσι κι ο δρόμος σαν μικρός και μεγάλος. Στον κάδο των σκουπιδιών τα απομεινάρια από μισοφαγωμένα φαγητά πεταμένα κρύα. Και γενναία θα άφηνα το δρόμο πίσω μου χωρίς να βλέπω ποιος έρχεται αν αυτοκίνητο αν άνθρωπος μόνο να ακούω, σκέφτηκε. Δεν τού άρεσε να σκέφτεται καθώς κατηφόριζε προς τη στάση, μόνο το ψαχούλεμα του κλειδιού και πόσο κάνει 10 – 6,70. Το κέρμα του ευρώ είναι ελληνικό ή αυτό από τη Σλοβενία που είδες τις προάλλες, σπάνιο είναι; σε ρώτησε, όχι,τι σπάνιο! Και έτσι με μέρες και με αδιάκοπες μέρες προτίμησε τα δύσκολα μάτια και τις μισές λέξεις. Δεν υπάρχει λόγος να στεκόμαστε στο δρόμο, όταν ο δρόμος είναι άδειος, μιλούσε και δεν του απαντούσε κανείς, πάρε τους γεμάτους δρόμους να δεις. Πάντοτε χαιρόταν τους γεμάτους δρόμους και φοβόταν τους άδειους δρόμους. Κι ας ήταν μέρα, ήταν φόβος. Στο παραλίγο πριν έρθει το λεωφορείο στη στάση δεν είχε άλλο, να μην αντέξει. Μπήκε στο λεωφορείο με τη μηνιαία κάρτα, άνοιξε το παράθυρο που και χειμώνα δεν το ανοίγεις και δεν είπε να τού βάλει μέσα του φρένο.
Στις 8.00 το πρωί δεν υπάρχει καφές. Όχι, έχω, αλλά όχι το χρόνο να φτιάχνω, έχω να μη σκέφτομαι το χρόνο. Έχω και δεν έχω δεν με πείραξε ποτέ, προσπάθησα να μην παίζω με τον εαυτό μου το παιχνίδι των τύψεων στις πρωινές μου ώρες. Δεν ξέρω αν αφηγούμαι ή αν με αφηγείται μια φωνή πάντως από μέσα μου είναι μέρες που θα μού ήταν πιο βαριά μια αδράνεια. Αλλά ίσως και αυτό να τόν χώριζε από την αδράνεια. Η αδράνεια να φτάσει ως αυτή. Τα σκουπίδια είναι και πάλι πολλά και δεν μ’αρέσει η μυρωδιά από το καπάκι όταν ανοίγει, όταν κλείνει είναι καλύτερα. Τα χέρια σου ακόμα είναι στικτά και βλέπεις έναν ανθισμένο κήπο, μονολογούσε ή έγραφε στο μυαλό του να θυμηθεί. Είχε καιρό να θυμηθεί, έτρεχε να δει αν η επόμενη μέρα θα τόν άντεχε και δεν ήξερε αν τόν άντεχαν αυτές που πέρασαν. Το λεωφορείο δεν φαινόταν αν έχει περάσει. Στις τόσες του μήνα ήταν που άλλαζαν οι ώρες των δρομολογίων και χανόταν στο μυαλό του. Δεν σκέφτηκε όταν έφτασε το λεωφορείο στη στάση. Άπλωσε το χέρι και άντεξε να σπρώξει το βάρος του. Όταν στάθηκε κοντά στο τζάμι δε δίστασε να σπρώξει από μέσα του και όλα τα άλλα βάρη.
Έχω μια μουσική από ένα βαλς. Τριάντα δευτερόλεπτα, σαράντα. Όταν δεν το άκουγα, το θυμόμουν, το είχα ακούσει δυνατά και ήθελα να το ακούσω δυνατά. Έτσι είναι κι ο λεκές. Δεν φεύγει. Προσπαθείς να τον βγάλεις από το ρούχο και νιώθεις ότι είναι πάνω σου. Και δεν φεύγει συχνά. Είναι λίγες οι φορές που οι λεκέδες μου με κάνουν να αισθάνομαι βρώμικος.Με κάνουν να φταίω. Φοβάμαι να με κατηγορήσουν για να μην είμαι αυτό που μ’αρέσει να κατηγορώ τους άλλους. Να!, κλείνοντας τον κάδο με τα σκουπίδια νιώθω πως έχω βρώμικα χέρια, μετά τη διώχνω αυτή τη σκέψη, βάζω τα χέρια μου στις τσέπες του παντελονιού και παίζω με τα κέρματα. Κάποτε σαν σε όνειρο, με είχα δει να κάθομαι με μια βαλίτσα στη μέση του σταθμού περιμένοντας το κάθε τρένο. Δεν είχα φοβηθεί. Ούτε γενικά φοβάμαι τα τρένα. Αλλά κάθε τρένο. Τα παπούτσια μου μού φαίνονται βρώμικα. Θα τα σκουπίσω με χαρτομάντηλο μόλις περάσω βιαστικά το δρόμο. Δεν είχα ούτε θυμάμαι να έχω καθυστερήσει πολύ να φτάσω. Το πολύ πέντε λεπτά καθυστέρηση. Με το δικό μου χρόνο. Όταν ακούμπησα στη στήλη της στάσης θυμήθηκα ότι έχω την κάρτα μου μαζί για να μπω. Τη μηνιαία κάρτα. Θα μπω και θα καθίσω σε όποια θέση θέλω ή όρθιος, ό,τι επιλέξω. Δεν ήταν πριν φτάσει το λεωφορείο που σκέφτηκα. Όταν είχα πιάσει τη βαλίτσα για να πάω στο σταθμό είπα θα ανεβώ στο κάθε τρένο και για όπου. Είχα ή δεν είχα τότε εισιτήριο; Κι αν έμπαινα σε κάθε τρένο θα έπρεπε να βρω το εισιτήριο κάθε τρένου; Κι είπα ο μόνος τρόπος για να νιώσω κάθε τρένο είναι να περάσει από πάνω μου. Με όλη του τη δύναμη ή χωρίς. Και στάθηκα με τη βαλίτσα μου ακίνητος στις ράγες. Δεν ήξερα ότι έτσι έχανα κάθε τρένο. Σε δύο λεπτά το λεωφορείο σταμάτησε στη στάση και εγώ μπήκα μέσα.

φώτα

-Νιώθω πως μπαίνει η άνοιξη, είπε σιγά και διστακτικά.

Ευχάριστη αίσθηση και χαρμόσυνη προσμονή, αν εξαιρέσεις πως είναι τυφλή και δεν μπορεί να τη δει.

-Και τι μ’αυτό; Κάποτε ήμουν στην παραλία. ‘Ετριβα στα χέρια μου ένα βότσαλο. Έβαζα το χέρι μου στα βαθουλώματά του, το έφερα κοντά στη μύτη μου, το μύρισα, το έτριψα στην πλάτη μου, χάιδεψα τις σχισμές του και μετά ήταν σαν να το ήξερα. Δεν κατάφερα ποτέ να το ξανασυναντήσω. Πήγα ξανά πολλές φορές στην παραλία αυτή, έψαξα, κάθισα κάτω από την ομπρέλα και περίμενα, πέρασαν από πάνω μου κύματα, βροχές και δεν το ξανάδα. Ίσως και να μού πέρασε από το μυαλό ότι είναι άδικο. Ίσως και ότι θα ήθελα μια τέτοια ιστορία.

Αν χτυπήσω το δάχτυλό μου τρεις φορές ρυθμικά πάνω στο τραπέζι, τι έχεις να θυμηθείς;

Σαν σε όνειρο το θυμάμαι. Ή και σαν να μην ήταν όνειρο. Θυμάμαι είχε πολλά φώτα. Μιλούσαμε και προσπαθούσα να μη με ξεχάσει. Τον κοίταζα και ένιωθα σαν να γλυκαίνω μέσα μου και σαν να είμαι ήρεμη. Έσκυψα το λαιμό μου προς τα κάτω και προσπαθούσα να απομονώσω τον ήχο του από τον ήχο του κόσμου και έμεινα να τον ακούω. Για μια στιγμή χάθηκα. Δεν έκανε κρύο. Μετά ήξερα από πού ερχόταν ο ήχος του και καταλάβαινα. Ήταν σαν να μου είχε φανερωθεί ο χώρος, πού οι πόρτες, πού τα παράθυρα, πού τα φώτα, όλα περιστρέφονταν γύρω από το δικό του ήχο. Όταν ήμουν μικρή μού άρεσε να ξέρω πού είναι οι πόρτες και να περνάω βιαστικά από την κάσα τους. Μικρή μού άρεσε να στήνω τα παιχνίδια μου. Τά έβλεπα ολοκληρωμένα και αισθανόμουν πλήρης. Τα πλεϊμομπίλ στην αγροικία με της σοφίτας το ξύλινο παράθυρο και το κηροπήγιο πάνω στο τραπέζι και στο ισόγειο η κουνιστή καρέκλα. Μετά τα έβαζα πίσω στο κουτί και έχαναν σιγά σιγά την αξία τους. Γι’ αυτό ήθελα τη φωνή του μέσα στ’ αυτιά μου, γιατί αισθανόμουν πως όσο μακραίνει τόσο μού χάνεται η αξία της. Όταν δεν τόν άκουγα πια δεν ήξερα για ποιον έπρεπε να κλάψω.

Δεν ξέρω πώς να την αντιμετωπίσω. Ίδρωσα να βρω δυο λέξεις την πρώτη φορά που την είδα. Ήμουν χαρούμενος που μπόρεσε να βρω δυο αποσπάσματα πού της άρεσαν. Και ήταν σαν με ξεκλείδωσαν που τής τα είπα. Σαν να καταφέραμε να πούμε πολύ περισσότερα από αυτά που θα είχα το θάρρος να της πω. »Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…» . Μη μου ζητήσεις άλλο φως στη ζωή μου, σού έχω πια αρκετό, μού απάντησε. Έκοψα τον ομφάλιο λώρο με τα δόντια . Από τότε το νιώθω πως είμαι στα σκοτεινά. Το έβλεπα. Δεν το έβλεπα. Κι από ό,τι μπόρεσα να ζήσω μες στο σκοτάδι ήταν μέχρι εκεί που δεν χτύπαγα στους τοίχους. Δεν βλέπω το γιατί. Ο αγαπημένος της στίχος » οι ευαίσθητοι αμύνονται στη ζωή κι αργούν…» , ήξερα πως θα τον πω όταν θα χρειαστεί να σταματήσει η συζήτηση και να στρέψει το βλέμμα στο φως που έρχεται από το παράθυρο. -Πού τη βρήκες τόση δύναμη; , σκέφτηκα. – Από τότε που κατάλαβα πως είμαι γυναίκα, σταμάτησα να είμαι τυφλή, την άκουσα να μου απαντάει ήσυχη η φωνή της είτε από την άκρη του κρεβατιού είτε από βαθιά μέσα μου.

ξαφνικά φέτος το καλοκαίρι

To σκηνικό του έργου ρεαλιστικό. Παρασταίνει μέρος από ένα γραφείο δεύτερου ορόφου ημιφωτισμένο από μια ακίνητη συννεφιά. Υπάρχει μια ανοιχτή πόρτα, τοίχοι ξεβαμμένοι και άσχημοι, γραφεία παραταγμένα αντικριστά και καρέκλες και γεμάτες και άδειες. Τέλος άνοιξης αρχές καλοκαιριού. Λίγο πριν αρχίσει να βραδιάζει. Φορούσε ίσως και μαύρα. Το βλέμμα της καρφωμένο στο πάτωμα. Το πάτωμα καθαρισμένο και βρώμικο. Τήν κοιτάζει και περιμένει να μιλήσει. Τα μάτια της έχουν εστιάσει στο πάτωμα. Μετράει το μήκος και το πλάτος. Τής φαίνεται πως χωράει. Τής φαίνεται πως χωράει σε τέτοιων διαστάσεων τάφο.

Γυναίκα : Δε θέλω να πω τίποτε άλλο.

Άνδρας : Συνεχίστε. Κάθε απομεσήμερο, φέτος την άνοιξη, σχεδιάζατε με το σύζυγό σας να φύγετε από τη χώρα σας;

Γυναίκα : Ναι. Αν και η φυγή ήταν σα μαντρωμένη με ένα φράχτη. Για να περάσεις έπρεπε να πληρώσεις εισιτήριο.

Άνδρας : Kαι τι κάνατε γι’αυτό; ( To φως αρχίζει σιγά σιγά ν’ αλλάζει, καθώς η γυναίκα προχωρεί στην αφήγησή της. Το πρόσωπο του άνδρα μένει στη σκιά)

Γυναίκα : Μαζεύαμε απ’ όπου μπορούσαμε. Όλοι, έβλεπα και τα παιδιά και χαιρόμουν μέσα μου και ας έκαναν ό,τι έβρισκαν γι’αυτά τα χρήματα. Μια μέρα ο άνδρας μου μού αγόρασε ένα λευκό μαντήλι. Γέλασα και τού είπα : Όταν θα φτάσουμε απέναντι, θα είναι το μόνο που θα φοράω στα μαλλιά μου. Ήταν καμωμένο από ένα ύφασμα που όταν έμπαινε στο νερό γινόταν ολότελα διάφανο. (Η φωνή της γίνεται επιτακτική)  Τού τα δίναμε ό,τι μαζεύαμε. Πέντε άνθρωποι. Μόνο το μωρό δε μπορούσε να μαζέψει. Αυτός ήταν η γέφυρά μας με τη ζωή. Ο άνδρας μου έγραφε στο σημειωματάριο τα χρήματα που τού είχαμε δώσει και το σημειωματάριο φαινόταν να μεγαλώνει και να γίνεται γαλάζιο και άδειο σαν την απέραντη άδεια γαλάζια θάλασσα και τον ουρανό. Και, σε λίγο, όταν μπήκαμε για τα καλά στην άνοιξη μάς είπε ότι θα περάσουμε. Το είπα χαρούμενη στα παιδιά μου που έλεγαν ότι κάνουν παρέα με συμμορίες από αλητόπαιδα.

Άνδρας : Ποιοι θα έρχονταν μαζί σας;

Γυναίκα : Ολόκληρο χωριό μαζευόταν. Ακόμα και αυτά τα πεινασμένα αλητόπαιδα που σκαρφάλωναν στο φράχτη θα ήθελα να έρχονταν μαζί μου. Σαν τους γλάρους μου φαίνονταν έτσι σκαρφαλωμένοι στο φράχτη. Τα μάτια τους μαύρα.

Άνδρας : Ύστερα; Τι έγινε;

Γυναίκα : Τότε μια μέρα από εκείνες τις άσπρες φλογερές μέρες όχι τις γαλάζιες αλλά τις κάτασπρες …

Άνδρας : Λοιπόν;

Γυναίκα : Ετοίμασα ό,τι μπορούσα να πάρω. Έτριβα τα χέρια μου με αλάτι για να μην ξαναγυρίσω όπου δε θα μπορέσω να ζήσω. Πρόσεχα και το μωρό. Πιο πολύ τον άνδρα μου γιατί ήξερα πως ήταν τρομαγμένος και τόν ενοχλούσε η καρδιά του.

(Όσο κρατάει ο μονόλογος της γυναίκας τα φώτα άλλαξαν : έχει σκοτεινιάσει κι ένας ζεστός άσπρος προβολέας φωτίζει τη γυναίκα)

Γυναίκα : Νομίζω πως πρέπει να πάμε κατά το Βοριά, έλεγε όλη την ώρα, νομίζω πως δεν έχουμε να κάνουμε τίποτα πια στην πατρίδα, τίποτα πια, δε συμφωνείς; Κι εγώ έτσι νόμιζα. Όταν περάσαμε νύχτα το συρματένιο φράχτη κοντά στο λιμάνι για να βγούμε στη θάλασσα είδα ένα ζητιανάκι να μας κοιτάζει ακουμπισμένο στο συρματόπλεγμα. Ήταν τρομαχτικά αδύνατο και μαύρο κι  έμοιαζε με μαδημένο πουλί. Με κοιτούσε και ήξερα ότι κοιτούσε το μαντήλι μου. Αν ήταν ένας γλάρος θα τού φάνταζε ελκυστικό το λευκό αυτό χρώμα …

Άνδρας : Συνεχίστε

Γυναίκα : Δε γύρισα ξανά να κοιτάξω το παιδί ακόμη κι αν το έδιωχναν από εκεί με μπαστουνιές. Ανέβηκα και κουλουριάστηκα. Δεν καταλάβαινα πότε θα ξεκινούσαμε μόνο αν δε με ξυπνούσε η ανάγκη του μωρού κι ένας ήχος που σαν να ερχόταν από την παραλία λες και κάποιος είχε πάρει κομμάτια από μέταλλα, τα είχε ισιώσει και τα χτυπούσε με ραβδί σαν πολεμική επέλαση

Άνδρας : Σαν κύμβαλα;

Γυναίκα : Nαί, κύμβαλα. Και σαν να είχε χαρτοσακούλες … κάτι από στρατσόχαρτο … με ένα σπάγγο μέσα που τον τέντωνε και τον άφηνε και έκανε έναν ήχο σαν … τρομπέτα. Ούμπα, ούμπα, σαν τρομπέτα. Κι ήταν τόσο άδεια από ήχο όλα τα άλλα. Ο άνδρας μου καθόταν αμίλητος. Πίστευε πως κανείς μας σ’αυτή τη βάρκα δεν είχε το δικαίωμα να παραπονεθεί για τις πράξεις των άλλων με οποιοδήποτε τρόπο … Ακόμα κι όταν ήξερε πως κάτι ήταν απαίσιο ή κακό. Κι ο άνδρας μου δεν ήταν πότε του σίγουρος πως μπορούσε οτιδήποτε να είναι κακό.

Άνδρας : Μέχρι που;

Γυναίκα :  O oυρανός ήταν μαύρος. Βλέπαμε και δε διακρίναμε. Ώσπου από μακριά σαν να εμφανίστηκε ένα φως σαν μέσα στη θάλασσα ή μες στον ουρανό ένα άσπρο κόκαλο να είχε πάρει φως. Άρχισα να ακούω κι άλλες φωνές.

Άνδρας : Και τι κάνατε;

Γυναίκα : Πήγα στα παιδιά μου που κοιμούνταν.Ήθελα να τα ξυπνήσω. Είχα καταλάβει γιατί ακούγονταν οι φωνές. Τα σήκωσα σπρώχνοντας τα και πήγαμε δίπλα στον άνδρα μου. Ο άνδρας μου είχε παραλύσει.

Άνδρας : Τού είπατε κάτι;

Γυναίκα : Ήθελα να του πω : »πάμε να φύγουμε», αλλά δεν ήξερα πως θα ακουστεί. Δεν ήξερα ποιο σημείο της βάρκας θα μπει πρώτο μες στη θάλασσα. Ήξερα πως τόν πονούσε το στήθος του από τους χτύπους της καρδιάς του. Αν μπορούσε θα περπατούσε γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα, αλαφιασμένος. Ήταν παράξενο…

Άνδρας : Τι;

Γυναίκα : Aκουγόταν πάλι στ’αυτιά μου αυτή η μουσική, τόσο πιο πολύ δυνάμωνε και ζύγωνε, το ούμπα ούμπα. Δεν ξέρω πώς άρχισε να μας αγκαλιάζει η θάλασσα, το νερό. Φώναξα. Άκουγα και άλλους να φωνάζουν. Άκουσα και τον άνδρα μου να φωνάζει κι αυτός… μόνο μια φορά. Προσπαθούσα να μη μας πάρει το νερό. Δεν ήξερα ποιος είναι ο δρόμος, πού είναι ο δρόμος. Το νερό έχει αλάτι θυμήθηκα. Κι η θάλασσα σαν κοπάδι πουλιά άρπαζε τα σώματα. Σώματα γυμνά που τα ξέσκιζε κομμάτια με τα χέρια της, με μαχαίρια ή με εκείνες τις τενεκεδένιες κονσέρβες έκοβε κομμάτια από τα σώματα των ανθρώπων και τα έχωνε στο μαύρο, άδειο, μανιασμένο της στόμα. Δεν ακουγόταν τίποτα πια.

(Το βλέμμα της εστιάζει ξανά στο πάτωμα, στις διαστάσεις του).

Άνδρας : (ύστερα από λίγο, σκεφτικά, στο κενό) Νομίζω πως θα’πρεπε, τουλάχιστο, να αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα ότι η ιστορία της κοπέλας είναι αληθινή…

(πάνω στο κείμενο του Τ. Ουίλλιαμς)

ένας εαυτός

Στις μέρες που πλέχουν

σαν γρήγορο καράβι στη θάλασσα

και αφήνουν τον καπνό του τσιγάρου να ταξιδέψει από την κουζίνα στο σαλόνι και έπειτα μέσα μου

και στις φωτογραφίες που σαν καλειδοσκόπιο γυρίζουν

-πατάς το κουμπί –

κι άλλη μία κι άλλη μία

και αδιόρατα η αίσθηση του δευτερόλεπτου που χάνεται και ανανεώνεται

-να! η θάλασσα – να!το χέρι που φεύγει – να! το χέρι που έρχεται –

υπάρχει μια βεβαιότητα στις κινήσεις και μια σταθερότητα στα βλέμματα

– πάντοτε αναγνωρίζεις αυτούς που χάνονται μέσα τους από την αστάθεια στο βλέμμα-

πως έχεις ένα κερδίσεις.

Γιατί κι εσύ πια δεν είσαι.

Και έρχονται στο παράθυρο και περνάνε μέλη κομμένα, ιδρώτες στα τζάμια, λαξεμένα πορτοκάλια σε σχήμα ζωής, άσχημα και όμορφα στόματα, πέτρες.

Υπόλοιπα που άφησες και σού άφησαν

-αδύνατον να παρακολουθήσεις τα δρομολόγιά τους –

κι είναι αυτό που χάνεται στη λήθη και μετά έρχεται και σε κάνει να σπας τα δόντια σου

-έλα αυτό φέρε μην φύγεις μην έρθεις-

κλίνεις τους τύπους της υποτακτικής και της προστακτικής

ξυπνάς στον ύπνο σου κοιτάς αν φεύγει ή αν έρχεται η αίσθηση

τα σάλια στο μαξιλάρι αν είναι νωπά

το σώμα πού έφυγε και γύρισε

και μετράς δίχως έλεος και λες και λες και λες

-λες πολλά και τίποτα-

ανοίγεις τα μάτια σου και κοιμάσαι ξύπνιος

στο τασάκι η κάφτρα που έχει σβήσει και γιατί μια μυρωδιά καπνού ακόμη στα ρούχα στα σεντόνια

οι φωνές που δεν ηχούν μέσα μου και θέλω να τις ξανακούσω να φωνάζουν

τα αδιόρατα ξυπνητήρια της μνήμης και της

αδυναμίας η αφύπνιση

ξυπνάς και μέσα σου δεν ξέρεις τι γίνεται

και μετά λούζεσαι ντύνεσαι περπατάς

ποτέ από το πεζοδρόμιο και πάντοτε στο δρόμο

και λες στην άσφαλτο στη δουλειά στο τίποτα

πώς από το δύο από το τρία από το άπειρο

από μια πόρτα μια πόρτα μια πόρτα

κάθε μέρα και στο πουθενά

θυμώνεις ιδρώνεις μυρίζεις κλέβεις από τη ζωή

γιατί πια δεν είσαι

ένας

άλλα ένας εαυτός.

 

σαν αλήθεια σαν ψέμα

-Πάρτε με αγκαλιά!, φώναζε στους δρόμους ημιλιπόθυμη. Δεν έδινε κανείς σημασία. Πότε θα έρθεις να μπεις μέσα μου να μπω μέσα σου να ζήσουμε αλλά μέχρι τότε δεν υπάρχουν άλλες λέξεις και κινήσεις. – Πάρτε με αγκαλιά!, εξακολουθούσε μέχρι τού σημείου να μού γίνει φορτική. Λες και δεν ήξερε μέσα της ότι άλλοτε οι αγκαλιές είναι βέρες και άλλοτε ένα κλείσιμο στο χάος και στο τίποτα. Ανυπομονούσα να σβήσει η κάφτρα του τσιγάρου και να εξαφανιστώ από το χώρο. -Πάρτε με αγκαλιά!, φώναζε, – διεκδικώ το χώρο σου. Το πρωί τήν βρήκαν νεκρή να κείτεται στο δρόμο. Δεν είχε υγρασία και ο δρόμος ήταν στεγνός. Κι εκείνη εκεί ακίνητη κοιτούσε μια κουκκίδα του δρόμου. Ας τήν είχε πάρει κάποιος αγκαλιά, μονολογούσα. Έτσι δε θα με έτρωγε σήμερα αν θα πρέπει να σκουπίσω από το δρόμο τα αίματα κι αν τελικά αξίζει να τα σκουπίσω.

Στους ταξιδιωτικούς οδηγούς που μαζεύουμε στο ντοσιέ το μπλέ με τον άσπρο γάτο υπάρχει πάντα μια ψευδαίσθηση. Η ψευδαίσθηση τού τι είδαμε. Πολλές φορές αιώνια μ’αρέσει να σου μιλώ. Μ’ αρέσει η σύμβαση της αιωνιότητας. Της ατελούς κίνησης. Αλλά στα σημεία με κερδίζει η αίσθηση τού πόσο ο άλλος είναι φθαρτός και ξέχωρος κομμάτι από τη σάρκα σου και ταυτόχρονα γέννα άλλη που δεν πρόκειται να συναντηθεί με τη δική σου ποτέ. Και με κερδίζει αυτή η ιδέα ώρες ώρες. Να με δεις και να σε δω μέσα από αυτά που είδαμε. Έτσι κερδίζεις μιαν αλήθεια σου που τήν θέλω κι έτσι είμαι μια αλήθεια που δε θα ήθελα να σού ήταν ψέμα. Σαν αλήθεια σαν ψέμα να ζούμε.

Κάτω από το υπόστεγο είχε σταθεί. Η βροχή εξακολουθούσε. Το τοπίο ήταν μουντό και γενικά δεν ήταν αυτές μέρες. Είχε κλείσει την ομπρέλα και στεκόταν ακίνητη. Τα μάτια της δεν είχαν δει ό,τι είδε τα αυτιά της δεν είχαν ακούσει ό,τι άκουσε. Ωραίο πίσω της το τζάμι με την  αντανάκλαση του λουλουδιού να της θολώνει τα μάτια. Εστίασε στο χαμηλό φως. Υπάρχουν και οι ώρες, σκεφτόταν. Δε χρειάζεται να είναι μέρες, αρκεί να ήταν ώρες. Έβγαλε από την τσάντα της ένα καθρεφτάκι μικρό και άρχισε να το κουνάει ολόγυρα. Με βροχή και με μαυρίλα το μόνο που αντανακλούσε ήταν σκοτάδι. Ξαναγύρισε το καθρεφτάκι στην τσάντα της. Όπως το φανταζόμουν, άρχισε να μονολογεί. Στάθηκε για λίγο στα πόδια της και μετά σωριάστηκε στο πάτωμα. Όταν ξύπνησε, γύρω της δεν υπήρχε κανείς και κάποιος πρέπει να είχε σκουπίσει τα αίματα.

πού σε πήγε;

Πού σε πήγε μια αρκούδα, ένας γλυκόσαυρος, ένα λιωμένο σαν κόλλα ζαχαρωτό; Του Αγίου Βαλεντίνου λες σαν σήμερα. Ανοίγεις το βήμα σου, περπατάς. Είναι η ώρα που έχει και δεν έχει δύσει. Ανοίγεις το χαρτάκι, διαβάζεις σταθερά : »πήγαινε πίσω μπρος, ακολούθα τη ζωή σου». Έχεις χέρια και αισθήσεις. Κι είναι το πεζοδρόμιο βρώμικο, χωράς και δε χωράς να περάσεις από τ’αυτοκίνητα, έχει κίνηση, καπνό, μέρες. Άλλες φορές λες ν’ανέβω για τη θέα, άλλες για το τίποτα, να δω να μπορώ ν’ανέβω και να κατέβω. Ετούτη τη μέρα, ίσως και σύμβαση.

Θυμάσαι εκείνη τη μέρα στο φανάρι. Κρατούσε ένα λευκό αρκουδάκι με καρδιά. Το παλτό κουμπωμένο μέχρι ψηλά και η άκρη του κασκόλ να φεύγει ακατάστατα. Νόμιζες ότι όπως θα έτρεχε να έρθει προς το μέρος σου η άκρη του κασκόλ θα πιανόταν στην κολώνα από το φανάρι και θα έβλεπες το κουμπί των πεζών μόνιμα πατημένο ν’αναβοσβήνει ο σηματοδότης και ν’ανεβοκατεβαίνουν τα χρώματα και έτσι ήθελες μια ζωή με πορτοκαλί – πράσινο – κόκκινο όχι μόνο ένα χρώμα αλλά όλα σε ένα και ποτέ κανένα μόνο. Και το λευκό αρκουδάκι πότε πράσινο κόκκινο πορτοκαλί χαμαιλέων πίθηκος ζέβρα.

Ανοίγεις το δεύτερο χαρτάκι : »πήγαινε παντού πουθενά, όπου χώρεσες». Υπάρχουν και όρια. Ή έστω υπήρχαν.  Στο λόφο του Προφήτη Ηλία, εκεί κάτω από το Βεάκειο, στην απλάδα, στο άνοιγμα. Εκεί που ακολουθώντας τα χνάρια και τα σπαρμένα του παραμυθιού ρεβύθια υπάρχουν οι λίμνες και τα δάση των ξωτικών, οι πέτρινες στοές με τα τεράστια ερπετά και οι φωνές οι δίχως ήχο. Εκεί που δεν μού ήταν να νιώσω έτσι, αλλά μας ένιωσα πιο ελεύθερους από ποτέ. Πότε; Ποιά μέρα; Γιατί; Θα μου το γράψεις σε μία κάρτα;

Ανοίγεις το βήμα σου γυρίζετε προς τα πίσω. Στέκεστε στο προαύλιο του Προφήτη Ηλία, καπνίζεις τσιγάρο κι έχεις κουβαλήσει μαζί σου ένα καρότσι πράγματα. Έχεις κουτιά με θησαυρούς πολλούς ανεκτίμητους θησαυρούς. Στην πόρτα της εκκλησίας σταματάτε και ακουμπάτε το αυτί σας στο τζάμι. Ακούγεται από μέσα το εκκλησιαστικό όργανο. Ανοίγεις την πόρτα και προσέχετε να μην την κλείσετε με δύναμη, μπαίνετε μέσα μαζί με το καρότσι στη γωνιά για τα κεριά. Έχει ησυχία. Ο άγιος στέκεται καθισμένος στα λιγοστά σκαλοπάτια, καπνίζει κι ακούει τη φωνή της Βιτάλη. »Έλα λίγο μόνο για λίγο». Ακουμπάς τα χέρια σου στην άκρη της σκάλας και στέκεσαι με απορία δίπλα του. Το τσιγάρο λιώνει και κιτρινίζει τα χέρια σου. »Αν δε σε έβλεπα, δε θα σε πίστευα», τού λες. »Έχω ψάξει και για Άγιο-Βασίλη και για Άγιο Φανούριο και για το Άγιο Πνεύμα». »Ούτε εγώ θα ήθελα να με πίστευες, αν δε με είχες μπρος στα μάτια σου». Δεν έριξα λεφτά στο παγκάρι, σιχαίνομαι την αισχροκέρδειά τους. Κλείσαμε την πόρτα με προσοχή, κατεβήκαμε τη σκάλα και προχωρήσαμε. Σταματήσαμε και κοιταχτήκαμε στα μάτια. Και ξαναμπήκαμε στη δική μας ζωή.

το βαγόνι

Στο τρένο δεν ακούγεται φωνή. Δεν υπάρχει καμία έξοδος.

Οι χειρολαβές κουνιούνται στη ροή της πορείας του.

Ένα τράνταγμα στο χέρι κι ένας σπασμός στο σώμα.

Σκύβεις να πάρεις τη βαλίτσα σου και σηκώνοντας το κεφάλι βλέπεις να έρχονται ορδές ανθρώπων.

Αφήνεις κάτω τη βαλίτσα και ακουμπάς τα χέρια σου στο πάτωμα.

Ξαπλώνεις στο πάτωμα.

Είναι άσπροι, μαύροι, είναι άλλοι. Έχουν χέρια, πόδια, δεν έχουν ό,τι έχεις.

Είναι ίδιοι, δεν είναι, δεν είναι ό,τι είσαι.

Είναι παιδιά, είναι μεγάλοι, έχουν φωνές. Ανάσες.

Τούς είσαι ξένος.

Σου απλώνουν το χέρι, σε βοηθούν να σηκωθείς, άλλοι δίπλα τους σε ποδοπατούν, σε σπρώχνουν.

Τούς σπρώχνεις κι εσύ με τα χέρια, πιάνεσαι από την πλάτη του καθίσματος, σηκώνεσαι.

Γύρω σου συνεχίζουν να περνούν σαν κύματα οι άλλοι.

Η φορά τους αφήνει αστρικές λάμψεις.

Σκουπίζεις τον ιδρώτα σου, τούς κοιτάζεις και γελάς.

Σε προσπέρασαν.

Το ξέρουν.

Το ξέρεις.

Αλλά εδώ που βρεθήκαμε μαζί, σ’αυτό το βαγόνι, δεν υπάρχει έξοδος καμία.

 

αδέσποτοι σκύλοι

Έχει μάτια, γλώσσα, λαιμό. Έχει τρίχωμα κοντό, τσιμπούρια, φαγούρα. Κάποτε κρατάει τα αυτιά τεντωμένα, κάποτε τα κυρτώνει, έχει μια μόνιμη νωχελικότητα. Σύχναζε στη στάση απέναντι από την πλατεία Κοραή, τώρα ενίοτε στα σκαλιά του Δημοτικού Θεάτρου με την ίδια βαριεστημένη μούρη – βρε,  αυτιάγγουρα , τον φωνάζω – δε νομίζω ποτέ να ασχολήθηκε με την παρουσία μου. Συχνά το πρωί που ψάχνω αγουροξυπνημένος το πακέτο με τα τσιγάρα στην τσέπη του μπουφάν εμφανίζονται μαζί με τον κολλητό του – σοφός πρέπει να είναι ο άλλος από τη στάση του σώματος και τη συγκρατημένη έκφραση – και γαβγίζουν με μανία τα διερχόμενα μηχανάκια, ο δε αυτιάγγουρας, άμα βαρεθεί, στέκεται στη μέση του δρόμου μπροστά από τη στάση και ατάραχος βλέπει το 909 να σταματάει λίγα εκατοστά μπροστά του, συνήθως ούτε ένα λίκνισμα της μουσούδας δε θα διακρίνεις.

Φαντάζομαι υπάρχει κάποιο ξέφωτο στη ζωή. Υπάρχουν φαρέτρες για βέλη που πιάνουν στόχους και φαρέτρες για βέλη που γυρίζουν στον εαυτό τους. Περπατάς πάνω στα χόρτα, βρίσκεις ένα μέρος υγρό και σκάβεις για πιο δροσερό χώμα. Βάζεις μέσα τα μπροστινά πόδια, μετά καταλαβαίνεις ότι κάτι δεν πάει καλά, γυρίζεις λίγο το σώμα σε καμπύλη, κουλουριάζεσαι και αφήνεις τη δροσιά να ανέβει από τη ράχη σε ολόκληρο το σώμα. Τελευταίο αφήνεις το κεφάλι που το βολεύεις με ευκολία και αφήνεις τη γλώσσα ελάχιστα να χαϊδέψει τις άκρες των δοντιών σου. Είσαι για λίγο ευτυχισμένος ή ξένοιαστος. Μετά ξυπνάς και είσαι στα Έβερεστ απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο εκεί κοντά στο αστυνομικό τμήμα, σου έχουν κόψει τα αυτιά, έχεις αρχίσει να έχεις και άσπρο τρίχωμα γύρω από το στόμα και οι περαστικοί σου έχουν στρώσει μια κουβέρτα εκεί κοντά στο αστυνομικό τμήμα για να σε ζεσταίνει όταν κοιμάσαι. Αισθάνεσαι όπως στο πασίγνωστο παραμύθι, »Το σκυλάκι με το σπίρτα» , ανάβεις το ένα σπίρτο και μέχρι η φλόγα του να σβήσει έχεις αλλάξει τρίχωμα, έχεις πάρει τέσσερα με πέντε κιλά, έχεις αλλάξει φύλο και στέκεσαι βαριεστημένη απέναντι από τον ηλεκτρικό του Πειραιά. Ανάβεις το δεύτερο σπίρτο και βρίσκεσαι στη Νέα Μάκρη, είσαι μαύρος με ωραιότερο τρίχωμα, ίσως και λίγο καφέ στις πατούσες και προστατεύεις δύο άγνωστους που περνάνε από ένα οικόσιτο κακομαθημένο πατσαβουρόσκυλο, τους ακολουθείς στη βόλτα τους, περπατάς μαζί τους, είσαι αυτός. Ανάβεις, ανάβεις σπίρτα και συζητάς με τα άδεια ΑΤΜ.

Δεν ξέρω πού. Δεν έψαξα και πολύ τότε. Αλλά λες και γιατί δεν το έκανες. Τι σε κράτησε να μην το κάνεις; Είχε ωραίο όνομα, Ντόγκι. Σκύλος από σπίτι. Χωρίς ταβάνι. Σού έδινε το χέρι του. Μεγάλη εντύπωση έκανε σε όλη τη γειτονιά και ειδικά στους μεγάλους, δεν είχε ξαναγίνει αδέσποτος να δίνει το χέρι του. Εμάς βέβαια τα παιδιά πιο πολύ μας έκανε εντύπωση που χοροπηδούσε πάνω μας, που κυνηγούσε τις γάτες και εκείνες για να σωθούν ανέβαιναν στα δέντρα – μέχρι που μια μέρα έσπασε το κλαδί του δέντρου και η γάτα μαζί με το κλαδί βρέθηκαν πάνω στο κεφάλι του – , που δεν κυνηγούσε ποτέ το Γατούλη, γιατί αν και γάτος, τον σεβόταν, που μου έφερνε τύχη όταν παίζαμε χαρτιά. Δεν είχε κουρασμένο βλέμμα, βασιλικό αδέσποτο τον φωνάζαμε, έτρωγε από τα πιάτα τεσσάρων διαφορετικών σπιτιών, ένα Πάσχα από τη λαιμαργία του είχε σκάσει και ήρθε στην αυλή μας να ξαπλώσει στο παρτέρι του γιασεμιού και η κοιλιά του τούμπανο, έλεγες κάτι θα πάθει το σκυλί. Πηγαίναμε βόλτες, τού μίλαγα άλλοτε δεν τού μίλαγα και προσπαθούσα να μιλήσω σ’εμένα. Έλεγα, άμα μέναμε μόνιμα στη Νέα Μάκρη, να τον έπαιρνα στην αυλή μας, θα του είχα και μια θηλυκιά να μη νιώθει μόνος. Πέντε χρόνια μέσα έξω στο σπίτι. Ωραίο είναι κάποιος να μη φεύγει. Δεν έμαθα ποτέ πού τον έθαψαν. Ή αν τον έθαψαν καν. Είναι το μόνο που ακόμη και σήμερα με στενοχωρεί. Το ότι δεν έμαθα ποτέ πού βρέθηκε έτσι για να πάρω ένα γιασεμί να του το πάω. Δεν είναι οι αποχαιρετισμοί έτσι.

Πατούσες ωραίες και τριχωτές. Άλλες πιο μεγάλες άλλες πιο μικρές. Για βήματα. Στάσου βρέ, να πάρω μια κονσέρβα να σας δώσω. Ήταν τρείς,  συμμορία. Ντόγκαινα, Μπέιλις, Μπατίντας. Πρώτα έτρωγε η κυρία μετά οι άλλοι δύο με σειρά προτεραιότητας ως αναφέρθηκε. Πρώτα έπρεπε να χαϊδέψεις την κυρία, μετά με σειρά προτεραιότητας ως αναφέρθηκε. Γάβγιζαν το βράδυ πολύ. Είχαμε ξεφτιλιστεί στη γειτονιά, να τούς πηγαίνουμε το φαγητό με ντροπή, που μαζεύαμε τα κωλόσκυλα. Πηγαίναμε και βόλτα μέχρι το σούπερ μάρκετ, ποτέ δεν κατάλαβα την τρέλα των σκύλων με τα σούπερ μάρκετ ή λες να ήταν που απλώς πηγαίναμε μαζί; Περνούσαν το δρόμο χαρούμενοι. Μέχρι που μια μέρα σκέφτηκα : ποιο να είναι το όνειρο ενός αδέσποτου; Και κανείς τους δε μού είπε.